Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Εργασία στη λογοτεχνία

Η παρακάτω εργασία αφορά όσους και όσες αγαπούν τη λογοτεχνία  :
Περιηγηθείτε στην ιστοσελίδα  «Ιστορικό Μουσείο  Κρήτης» και βρείτε πληροφορίες  για τη ζωή και το έργο του Ν. Καζαντζάκη (φωτογραφίες, επιστολές, αρχεία ήχου με τη φωνή του συγγραφέα κ.ά.)

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Γιώργος Ιωάννου

 

Η ζωή του

Ο Γιώργος Σορολόπης (όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Γιώργου Ιωάννου) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης και για ένα διάστημα υπηρέτησε ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Εργάστηκε ως φιλόλογος αρχικά σε ιδιωτικά σχολεία στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στη συνέχεια σε δημόσια σχολεία σε διάφορες περιοχές της χώρας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο ελληνικό γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Πέθανε στα 87 του χρόνια.

Το έργο του

Το 1959 εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή 'κιβώτια και εννιά χρόνια αργότερα ακολούθησε η συλλογή Τα χίλια δέντρα. Στράφηκε οριστικά στην πεζογραφία το 1964, με μια συλλογή 22 πεζογραφημάτων με τίτλο Για ένα φιλότιμο.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παράδοση και κατέγραψε και εξέδωσε δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών.
Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο. Το 1981 εξέδωσε ένα θεατρικό έργο για παιδιά, Το αυγό της κότας. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε το παιδικό ανάγνωσμά του Ο Πίκος και η Πίκα.
Κύρια λογοτεχνική ενασχόληση όμως του Ιωάννου υπήρξε η πεζογραφία, όπου καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, από το οποίο επηρεάστηκαν αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς. Τα κυριότερα πεζά του που εκδόθηκαν μέχρι τον θάνατό του είναι:
  • Η Σαρκοφάγος, συλλογή πεζών με 29 κείμενα (1971)
  • Η μόνη κληρονομιά, συλλογή πεζών με 17 κείμενα (1974)
  • To δικό μας αίμα, (Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας 1978) (1978)
  • Επιτάφιος Θρήνος (1980)
  • Ομόνοια (1980)
  • Κοιτάσματα (1981)
  • Πολλαπλά κατάγματα (1981)
  • Περί εφήβων και μη (1982)
  • Εύφλεκτη χώρα (1982)
  • Καταπακτή (1982)
  • Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984)
  • Ο της φύσεως έρως (1986)
Επίσης στίχοι του μελοποιημένοι κυκλοφόρησαν σε δίσκο,με τον τίτλο, Κέντρο διερχομένων, σε μουσική, ενορχήστρωση Νίκου Μαμαγκάκη. Τραγουδούν: Δημήτρης Ψαριανός, Δημήτρης Κοντογιάννης και Ελευθερία Αρβανιτάκη, LYRA 1982

Στοιχεία τεχνικής του έργου του

Στοιχεία τεχνικής που χαρακτηρίζουν το έργο του Ιωάννου είναι η μονομερής αφήγηση, η τεχνική του διασπασμένου θέματος και η σύνθεση του χρόνου. Η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση είναι μια μορφή αφήγησης, στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μόνο προσώπου, το οποίο άλλοτε μετέχει σε αυτά που εξιστορούνται και άλλοτε είναι θεατής και τα αφηγείται. Η αφηγηματική αυτή μορφή δεν γίνεται απαραίτητα σε πρώτο πρόσωπο, αν και είναι το συνηθέστερο. Π.χ. και μολονότι σε όλα πεζά του Ιωάννου ακολουθείται η μονομερής αφήγηση, άλλα είναι γραμμένα σε πρώτο, άλλα σε δεύτερο και άλλα σε τρίτο πρόσωπο.
Στην τεχνική του διασπασμένου θέματος, τα γεγονότα είναι ψηφίδες που συνθέτουν το αφήγημα ενώ ταυτόχρονα παρεμβάλλονται σκέψεις και συναισθήματα του συγγραφέα. Δεν υπάρχει δηλαδή η κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση και τέλος.
Η σύνθεση του χρόνου αποτελεί το τρίτο τεχνικό γνώρισμα των πεζών του Ιωάννου. Σύμφωνα με αυτό, η αφήγηση μπορεί να ξεκινά από το παρόν ή το παρελθόν, αλλά δεν προχωρεί γραμμικά προς μεταγενέστερες στιγμές, αφού η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συνεχής.
Επίσης σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου παίζουν οι εμπειρίες του από τα μέρη όπου έζησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και το κοινωνικό του περιβάλλον (η οικογένεια, οι φτωχογειτονιές, οι φίλοι, οι άνθρωποι που γνώρισε, κλπ.). Ιδιαίτερο ρόλο παίζει η γενέτειρά του, η οποία δίνεται όχι μόνο ως ένας συγκεκριμένος χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, τους πρόσφυγες και την πολυπολιτισμικότητά της, αλλά και ως χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Για τη βιωματικότητα στο έργο του, ο Ιωάννου είπε:[1]
«Λέγοντας λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από προσωπικά βιώματα του συγγραφέα [...]. Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος [...]. Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι.»

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Αντόν Τσέχωφ


Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ ( 29 Ιανουαρίου 1860 - 15 Ιουλίου 1904) ήταν Ρώσος ιατρός, δραματουργός και συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς διηγημάτων στην ιστορία[1].
Γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1860 (17 Ιανουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο) στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ, στη νότια Ρωσία. Πέθανε στις 15 Ιουλίου 1904 (2 Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο) στη γερμανική πόλη Μπαντενβέιλερ και τάφηκε στη Μόσχα στις 22 Ιουλίου 1904. Θεωρείται από τις πιο σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας και άσκησε μεγάλη επίδραση στη θεατρική λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που “ξοδεύουν” τη ζωή τους μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρώσικης επαρχίας.

Παιδική Ηλικία

Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς του (Αλέξανδρος, Νικόλαος, Ιβάν, Μαρία, Μιχαήλ) και μεγάλωσε σε πολύ αυστηρό και θρησκευτικό περιβάλλον. Ο παππούς του Τσέχωφ ήταν δουλοπάροικος, που εξαγόρασε τη ελευθερία του. Ο πατέρας του (Πάβελ Εγκόροβιτς) δούλευε ως λογιστής και διατηρούσε τυροκομείο. Το ελάχιστο κέρδος του πατέρα ήταν αδύνατο να καλύψει τις ανάγκες της μεγάλης οικογένειας, γεγονός που τον ανάγκασε να δηλώσει πτώχευση. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του Τσέχωφ, ο Αλέξανδρος και ο Νικόλαος, αντιδρώντας στον αυταρχισμό του πατέρα τους και στην καθημερινή τους μιζέρια έφυγαν απ' το σπίτι. Για να αποφύγει τη δικαστική δίωξη των δανειστών του ο πατέρας του κατέφυγε στη Μόσχα. Λίγο αργότερα έφυγε και η μητέρα του με τα αδέρφια του, Μαρία και Μιχαήλ. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην προπαρασκευαστική τάξη του ενοριακού ελληνικού σχολείου του Ταγκανρόγκ και στη συνέχεια φοίτησε στο κλασικό γυμνάσιο της πόλης. Από την 6η τάξη του γυμνασίου αναγκάστηκε μόνος του να βγάζει το ψωμί του παραδίδοντας μαθήματα κατ' οίκον. Πούλησε ότι είχε απομείνει από τα πράγματα του σπιτιού και έστειλε τα λεφτά στους γονείς του στην Μόσχα.

Κυρίως Έργο

Παράλληλα με το επάγγελμα του ιατρού, αναπτύσσει μεγάλη και σημαντική συγγραφική δραστηριότητα. Το 1886 γράφει το πρώτο του μονόπρακτο με τίτλο "Κύκνειο άσμα". Το 1887 ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Κορς στη Μόσχα το έργο του "Ιβάνοφ", το οποίο δέχεται αντικρουόμενες κριτικές. Γεγονός που τον οδήγησε να μην δώσει ποτέ σε επαγγελματικό θίασο το δεύτερο θεατρικό του έργο το “Δαίμονας του δάσους” (πρώτη μορφή του έργου “Θείος Βάνιας”). Το 1888 του απονέμεται το Βραβείο Πούσκιν. Το 1891 ταξιδεύει στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στη Ρωσία εργάζεται εντατικά ως γιατρός για την καταπολέμηση της χολέρας. Εγκαθίσταται στο Μελίχοβο της Ουκρανίας, όπου ως γιατρός εξυπηρετεί 26 χωριά και 7 εργοστάσια. Προηγουμένως, έχει επισκεφτεί τη νήσο Σαχαλίνη, μελετώντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των καταδίκων. Το 1894 πραγματοποιεί το δεύτερο ταξίδι του στο εξωτερικό. Το 1896 ανεβαίνει ανεπιτυχώς στην Πετρούπολη, στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι, το έργο του "Ο Γλάρος". Τη χρονιά εκείνη αντιμετωπίζει την πρώτη σοβαρή εκδήλωση της φυματίωσης. Επίσης, το 1896, με χρήματα που συγκεντρώνει από εράνους, φιλανθρωπίες και παραστάσεις, χτίζει ένα σχολείο στο Ταλέζ. Νέα κρίση της αρρώστιας του 1897, τον αναγκάζει να πάει στη Ριβιέρα της Νότιας Γαλλίας, ενώ ανεβαίνει στην ρωσική επαρχία ο "Θείος Βάνιας".
Το 1898 και 1899 παρουσιάζονται στο κοινό της Μόσχας από το Θέατρο Τέχνης, με πολύ μεγάλη επιτυχία, τα έργα του "Ο Γλάρος" και "Ο θείος Βάνιας”. Η συνεργασία του Τσέχοφ με το Θέατρο Τέχνης και τον Στανισλάβσκι στάθηκε καθοριστική στη διαμόρφωση της δραματουργίας τους. Την εποχή αυτή εγκαθίσταται μόνιμα στη Γιάλτα της Κριμαίας, λόγω της υγείας του. Το 1900 γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και το 1901 παντρεύεται την ηθοποιό Όλγα Κνίππερ. Την ίδια χρονιά ανεβαίνουν στη Μόσχα "Οι τρεις αδερφές", πάλι από το Θέατρο Τέχνης. Το 1902 παραιτείται από τη Ρωσική Ακαδημία, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την μη αποδοχή ως μέλους της, του Γκόρκι. Το 1904 , λίγο πριν το θάνατο του, το Θέατρο Τέχνης παρουσιάζει το έργο του "Ο βυσσινόκηπος".










Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Α.Λασκαράτος : Ο καλός μαθητής


Ο καλός μαθητής, και εννοώ επιμελής μαθητής, είναι εκείνος οπού
σπουδάζει, όχι διά να ξέρει να πει το μάθημα, αλλά διά να αποχτήσει μάθησην.
Μαθηταί δε τοιούτοι δυστυχώς είναι λίγοι.
Ο καλός τούτος μαθητής, αντίθετον του κακού μαθητή, θεωρεί κάθε
μάθημα ως μερίδα πνευματικής θροφής, την οποίαν προσπαθεί ναφομοιώσει
με την ψυχή του. Δεν τόνε δικάει9 ναν το μάθει· αλλαφού το μάθη, το εξετάζει
σαν ανατόμος εις όλα του τα μέρη, ποριζόμενος από αυτό την όσο περισσότε-
ρην ωφέλειαν.
Οι εορτές δεν είναι διαυτόν αφορμές να διασκεδάζει· αλλά ευκαιρίες
να καταγίνεται ελευθέρως και ανεμποδίστως εις τη σπουδή του. Μένει αμέτο-
χος εις τον συνεταιρισμόν της κλάσεως. Γυρεύει τη δουλειά του, δηλαδή τη
σπουδή του· και αδιαφορεί εις τες εορτές, επειδή αυτός τες κάμνει σπουδάσι-
μες.
Ο τοιούτος επιμελής μαθητής είναι πάντα έτοιμος να δεχθεί εξέτασες.
Και όμως εις τες γενικές εξέτασες του σχολαστικού χρόνου αφιερώνεται στη
σπουδή, και σπουδάζει ακαταπαύστως διά να ταχτοποιήσει στο πνεύμα του τες
γνώσες οπού έλαβε μέσα στο χρόνο· να κάμει με αυτές, εις κάθε κλάδον μαθή-
σεως, ένα σύνολο ταχτοποιημένο· το οποίον θέλει είναι η ωφέλεια που του ε-
πρόκυψε από τους κόπους του της χρονιάς εκείνης, και μέρος της περαιτέρω
του μορφώσεως, και της μελλούσης προκοπής του.
Ο μαθητής τούτος, όταν εις ανδρικήν ηλικίαν, θέλει έχει προκοπήν, ικα-
νότητα, ημπόρεσην· και θέλει είναι ποθητός και επιζήτητος εις όλα τα μέρη·
ώστε και να μπορεί να ζει, αν του χρειαεί, με την προκοπήν του. Επειδή, «ό-
ποιος ξέρει, μπορεί».

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Μελοποιημένη ποίηση: Μαρία Πολυδούρη

Γ.Ιωάννου

Διαβάστε τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

"Μετρημένα καρύδια" Γ.Ιωάννου

Γιώργος Ιωάννου, Μετρημένα καρύδια. Παράλληλο κείμενο για το κείμενο του Α. Λασκαράτου, Ο κακός μαθητής

 Αφού διαβάσετε το παρακάτω κείμενο του Γιώργου Ιωάννου και αφού μελετήσετε το κείμενο του Α. Λασκαράτου, "Ο κακός μαθητής", του σχολικού βιβλίου, να απαντήσετε στις παρακάτω ερωτήσεις:
1. Να συγκρίνετε τη μαθητική ζωή της παλιάς και της νεότερης εποχής, όπως την παρουσιάζουν τα κείμενα του Λασκαράτου και του Ιωάννου.
2. Οι συγγραφείς των δύο κειμένων παρουσιάζουν τη μαθητική ζωή από διαφορετικές οπτικές γωνίες, εκφράζοντας ανάλογες ιδέες και καταλήγοντας σε ανάλογα συμπεράσματα. Να εντοπίσετε τις ομοιότητες και τις διαφορές.
 
     Γυρίζω από το σχολείο μου κατά τις 2 το μεσημέρι. Μόλις φάω, στρώνομαι να μελετήσω ξένη γλώσσα. Παίρνω και αγγλικά και γαλλικά. Μέχρι πέρσι μάθαινα αγγλικά μόνο, μα από φέτος με γράψανε και στα γαλλικά. Είναι καλύτερα να ξέρεις δύο ξένες γλώσσες παρά μία. Και ύστερα δεν πρέπει, λέει, ν’ αφήσω στη μέση τα γαλλικά του σχολείου. Τώρα μάλιστα με την Κοινή Αγορά…
    Κι εγώ συμφωνώ με όλα αυτά, και με ακόμη περισσότερα, αλλά πώς μπορεί να γίνει; Πηγαίνω, λοιπόν, μέρα παραμέρα στα αγγλικά και μέρα παραμέρα στα γαλλικά. Σύνολο· μέρες έξι. Μα, δεν φτάνει να πηγαίνεις μόνο ε κεί, πρέπει και να διαβάζεις. Να γράφεις, να μελετάς, να κάνεις τις ασκήσεις σου. Εκτός αυτού πρέπει και να… πηγαίνεις. Να μεταβαίνεις, εννοώ, να διαθέτεις και για τον πηγαιμό κάποιο χρόνο. Αφήνω, βέβαια, τον ερχομό. Κάθε απόγευμα, λοιπόν, 4-5, ξένη γλώσσα.
   Μετά, απο κεί, τρέχω αγκομαχώντας για το φροντιστήριο. Αυτό αρχίζει στις 6. Πηγαίνω σ’ ένα φροντιστήριο κάπως μακρινό, που σημειώνει όμως μεγάλες επιτυχίες. Αυτό το διάβασα κάποτε και στην εφημερίδα, σε μια διαφήμιση, όπου δημοσιευόταν κατάλογος μαθητών του φροντιστηρίου που είχαν πετύχει στις Ανώτατες Σχολές. Εκεί κάνω μάθημα δυο ώρες, αλλά δυο ώρες καθημερινά· φυσική, χημεία, μαθηματικά, τέτοια. Έκθεση δεν κάνω, θεωρούμαι καλός. Ο πατέρας μου όμως λέει ότι από του χρόνου θα με γράψει και σε ένα άλλο φροντιστήριο, όπου διδάσκουν μόνο έκθεση, μα είναι άσοι των άσων. Όλα τα ρητά, όλα τα γνωμικά, όλες τις παροιμίες, τις αφηρημένες έννοιες, προλόγους, επιλόγους, και κυρίως θέμα, σε όλα εκεί γίνεσαι ξεφτέρι. Αφήνω πια ορθογραφίες και σύνταξη, ώσπου να πεις ένα, τα ξέρεις. Φυσικά όλο επιτυχίες έχουν κι αυτοί. Αλλά ο πατέρας μου λέει και κάτι άλλο: Μόλις προχωρήσω στα γαλλικά, θα με γράψει και στα γερμανικά. Τρεις γλώσσες σήμερα είναι μεγάλο εφόδιο, λέει. Και δέκα γλώσσες είναι μεγάλο εφόδιο, αλλά πότε μαθαίνονται, σκέφτομαι εγώ.
  Πάντως, αν καταλαβαίνω καλά από του χρόνου το πρόγραμμά μου θα είναι έτσι περίπου διαμορφωμένο: Από το πρωί ως το μεσημέρι σχολείο, το απομεσήμερο διάβασμα ξένων γλωσσών, μετά παρακολούθηση ξένων γλωσσών, ύστερα φροντιστήριο φυσικής και μαθηματικών, κατόπι φροντιστήριο έκθεσης και μετά κατά τις δέκα το βράδυ γυρισμός στο σπίτι για να φάω κάτι και να κοιτάξω επιτέλους τα μαθήματα μου. Και ευτυχώς που δεν είμαι κορίτσι, γιατί θα με είχανε γράψει και στο μπαλέτο.
    Αλλά πόσο μπορεί να διαβάσει κανείς έτσι; Δυο δυόμιση ώρες το πολύ, μετά αρχίζει το νύσταγμα. Και να κάθομαι πάνω από το βιβλίο, δεν καταλαβαίνω τίποτε. Μα μήπως μόνο αργά το βράδυ δεν καταλαβαίνω; Πολύ φοβούμαι ότι έχω αρχίσει να μην καταλαβαίνω και τις άλλες ώρες. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα καταφέρνουνε μερικοί συμμαθητές μου. Και στα μαθήματα καλοί, και στον αθλητισμό στην εντέλεια. Εγώ δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά μόνο όσα ανάφερα, αλλά εδώ που τα λέμε, όχι καλά κι αυτά.
     Μα μήπως στις ξένες γλώσσες είμαι καλός; Μισά και κολοβά κι εκεί τα παρουσιάζω. Ούτε τις ασκήσεις όλες, ούτε τις ερωτήσεις όλες, ούτε στα προφορικά καλός. Βαρέθηκα πια να στραβομουτσουνιάζουν οι δάσκαλοι και να μου λεν τα υπονοούμενά τους.
      Όσο για το φροντιστήριο, έχω χάσει την επαφή, δεν καταλαβαίνω τι λένε. Αφού δεν μελετώ καθόλου, πώς να τους παρακολουθήσω; Ο καθηγητής εκεί πολύ καλός –απέξω και ανακατωτά τα ξέρει– μου είπε μια μέρα: «Κάθισε εδώ, κάτι θα μείνει. Κάποτε θα τα μάθεις». Στεναχωρήθηκα, αυτός ο υπαινιγμός καθόλου δεν μου άρεσε, και μου ήρθε να του πω «Κύριε, σας παρακαλώ, στους γονείς μου να τα πείτε αυτά, που εννοούν, να μου τα μάθουν όλα μαζεμένα». Έχουν κάνει για μένα ένα σχέδιο και δώστου. Κι αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο.
    Στοργικοί γονείς, το αναγνωρίζω και τους αγαπάω, αλλά απορώ πώς δεν καταλαβαίνουν ότι δεν είναι δυνατό να μάθω όλα αυτά τα πράγματα. Κι εγώ το βλέπω ότι είναι εντελώς απαραίτητες οι ξένες γλώσσες, όχι όμως όλες μαζί αυτή τη στιγμή, γιατί και θα κουραστώ και δεν θα μάθω.
    Κι εγώ επίσης συμφωνώ ότι πρέπει να πετύχω σε μια Ανώτατη Σχολή, να σπουδάσω κάτι. Αλλά όχι να έχω παρατήσει ουσιαστικά το σχολείο, όπου παίρνεις μια γενική μόρφωση, από την πρώτη Λυκείου και να θεωρώ ως πρώτο και κύριο το φροντιστήριο.
    Καλοί και χρυσοί είσαστε –προπαντός χρυσοί– αλλά το σχολείο είναι άλλο πράγμα. Δεν μπορώ να σας το πω αλλά το νιώθω. Από μικρό παιδί μ’ έβαλαν στα φροντιστήρια να σκέφτομαι πάνω σε δυο τρία πράγματα σαν κανένας ειδικός και να αγνοώ όλα τα άλλα. Αυτή η λατρεία της επιτυχίας μ’ αηδιάζει. Και ζηλεύω, ζηλεύω πολύ, αυτά τα παιδιά που βαδίζουν με σιγουριά και μέτρο.
   Οι δικοί μου όμως δεν παίρνουν από λόγια. Όποτε έκανα να τους τα πω, αγρίεψαν άσχημα. Δεν ξέρεις, μου λένε, δεν ξέρεις εσύ πόσο δύσκολη είναι η ζωή. Πρέπει να μπεις οπωσδήποτε στις Ανώτατες Σχολές· Πολυτεχνείο, Ιατρική, Φαρμακευτική, Χημεία…
     Από τώρα με πιάνει σύγκρυο, για το τι έχω να τραβήξω, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα. Μου έρχεται να τους πω· κι αν μπω στις Τεχνικές Σχολές, τι πειράζει; Άσχημα ζει ο τάδε, ο τάδε και ο τάδε; Αλλά πού μπορώ να τα πω αυτά; Η μάνα μου είναι ικανή να λυποθυμήσει. Αλίμονό μας, αν πάω σε Τεχνική Σχολή. Οι φιλενάδες της θα μας κάνουν κοινωνικό αποκλεισμό, ιδίως εκείνες που τα παιδιά τους μπήκαν σε Πανεπιστήμια, έστω και σε κάτι ξένα, της κακιάς ώρας.
   Βέβαια δεν ζηλεύω αυτούς που χαζεύουν μέρα νύχτα στην τηλεόραση, στους σινεμάδες και στις βόλτες, αυτοί είναι το άλλο άκρο, μα τους άλλους, αυτούς τους μετρημένους, τους ζηλεύω. Εγώ ούτε αθλητισμό κάνω, ούτε γενικότερο κατατοπισμό έχω, ούτε και καμιά ψυχαγωγία προφταίνω. Έχω σκεβρώσει «ψυχή τε και σώματι», όπως μας έλεγε ένας καθαρευουσιάνος καθηγητής. Θέλω να προσέξω τον εαυτό μου, να βρω κάπως το δρόμο μου, και δεν μπορώ.
   Το κακό είναι πως ούτε και σ’ αυτά που ασχολούμαι είμαι καλός, για να ‘χω τουλάχιστο αποκεί μια ικανοποίηση. Στο σχολείο, είμαι βέβαιος, πως θεωρούμαι πολύ μέτριος μαθητής και είναι σωστή η τοποθέτηση που μου κάνουν. Τι περιμένεις από τόσο λίγο διάβασμα και μάλιστα νυσταλέο; Τα βιβλία του σχολείου σχεδόν δεν τα ανοίγω πια. Διαβάζω μόνο «βοηθήματα», τυφλοσούρτες, όπως τα λένε, που σου τα ‘χουν όλα έτοιμα, μασημένα, για να μπορέσω να προφτάσω. Τα σχολικά βιβλία θέλουν κόπο, κάποια έρευνα, γύρισμα αποδώ κι αποκεί, ενώ με τις περιλήψεις, τις λύσεις, τις απαντήσεις, τις μεταφράσεις, τα διαβάζεις όλα πολύ εύκολα. Θα μου πεις, βέβαια, τι μαθαίνεις, τι ωφελείσαι; Πάντως, είσαι εντάξει κι αυτό έχει κάποια σημασία. Μερικοί όμως καθηγητές, και μάλιστα οι καλύτεροι, ξινίζουνε τα μούτρα τους, όταν του τα λες από βοηθήματα. Και τελικά, ενώ τους τα είπες, σου βάζουνε μικρό βαθμό. Αυτοί θέλουνε διάβασμα, διάβασμα από το σχολικό βιβλίο, κι αν είναι δυνατό και παραπάνω από το σχολικό βιβλίο. Και ποιος δεν το θέλει; Όμως πώς να προφτάσω;
  Αχ, πολύ βαρύς φέτος ο χρόνος. Κι εγώ νιώθω πολύ βαρύς, βαρύς και βαριεστημένος. Θα ξενοιάσω άραγε κι εγώ, έστω για λίγο κάποτε, σαν παιδί που είμαι;
Γιώργος Ιωάννου, "Μετρημένα καρύδια", Εφήβων και μη,
Κέδρος, 1982, σελ. 128 - 132