Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Μαρία Πολυδούρη "Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες"


"Ζητείται Ελπίς"


Στο παρακάτω ιστολόγιο θα βρείτε την ανάλυση του διηγήματος "Ζητείται Ελπίς" : Διδασκαλία φιλολογικών μαθημάτων


Αντώνης Σαμαράκης

 

Τόπος Γέννησης:Αθήνα
Έτος Γέννησης:1919
Έτος Θανάτου:2003
Λογοτεχνικές Κατηγορίες:Πεζογραφία

Βιογραφικό Σημείωμα
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ (1919-2003)


Ο Αντώνης Σαμαράκης του Ευριπίδη και της Ανδριανής γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά (1937-1941). Από το 1935 ως το 1963 εργάστηκε στο Υπουργείο Εργασίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και στην οποία επέστρεψε το 1945. Συμμετείχε ως εκπρόσωπος της χώρας μας σε διεθνείς συναντήσεις για θέματα εργασιακά και μεταναστευτικά. Το 1963 παντρεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά. Την περίοδο 1968-1969 ηγήθηκε αποστολής εμπειρογνωμοσύνης στις χώρες της Αφρικής μετά από ανάθεση της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας. Ως εκπρόσωπος της Ουνέσκο ταξίδεψε στην Αιθιοπία και δραστηριοποιήθηκε με άρθρα του για τη διεθνή κινητοποίηση υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων των κατοίκων της χώρας. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ως ποιητής από τις στήλες των περιοδικών Παιδικός κόσμος και Διάπλασις των Παίδων. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στις σελίδες της Νέας Εστίας και άλλων περιοδικών, όπως το Ξεκίνημα, και τα Νεοελληνικά Γράμματα. Συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Ακτίνες μετά τον πόλεμο του 1940. Το 1954 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ζητείται ελπίς. Ακολούθησαν πέντε ακόμη βιβλία του, τα οποία γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος (1962 για το Αρνούμαι), το Βραβείο των Δώδεκα - Έπαθλο Κώστα Ουράνη (1966 για το Λάθος), το Μέγα Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας στη Γαλλία (1970 για το Λάθος). Τιμήθηκε επίσης για τη συνολική προσφορά του από τη διοργάνωση Europalia (1982) και με το Σταυρό του ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών (1995). Μετά τη μεταπολίτευση δημοσίευσε κείμενα κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Διηγήματά του έγιναν σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες. Ταινία έγινε επίσης Το λάθος από τον Peter Fleischmann. Η πεζογραφία του Αντώνη Σαμαράκη τοποθετείται στο χώρο της κοινωνικής καταγγελίας. Μέσα από τα έργα του προβάλλει έντονη η αγωνία για την πορεία του σύγχρονου κόσμου, η κοινωνική συνείδηση και η ανθρωπιστική κοσμοθεωρία του συγγραφέα. Η γλώσσα του είναι απλή, χωρίς επιτηδευμένο ύφος, ξεχωρίζει κυρίως για την πυκνότητα των νοημάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η ευρηματικότητα στην εξέλιξη και το τέλος της δράσης και η συχνή χρήση οπτικής χρήσης του λόγου (κείμενα δακτυλογραφημένα, σκίτσα, κ.α.). 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αντώνη Σαμαράκη βλ. Δασκαλόπουλος Δημήτρης «Αντώνης Σαμαράκης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67Ζ΄, σ.54-99. Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Ζήρας Αλεξ., «Σαμαράκης Αντώνης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Παππάς Γιάννης Η. – Σκιαθάς Αντώνης Δ., «Σχεδίασμα εργοβιογραφίας Αντώνη Σαμαράκη», Ελί-τροχος17-18 (Πάτρα), Χειμώνας – Άνοιξη 1999, σ.7-13.
Πηγή : Εθνικό Κέντρο Βιβλίου

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Οι Ανήλικοι (Π. Τατσόπουλου)


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:

« Χωρισμένο πάνω σ' ένα πρόχειρο καταμερισμό της ύλης, καθόριζε το ωράριο της καθημερινής μου δραστηριότητας (για τα Σαββατοκύριακα υπήρχε χωριστό πρόγραμμα, ελαστικότερο). Ο υποψήφιος του Οικονομικού Κύκλου  Αντρέας Χαλκιάς είχε την υποχρέωση να σηκώνεται στις οκτώμισι το πρωί. Μέχρι τις εννιάμισι θα πρεπε να βγάλει τις τσίμπλες απ΄ τα μάτια του, να σκουπιστεί, ν΄ αλλάξει εσώρουχα, να ντυθεί, να χτενιστεί, να κολατσίσει και να πεταχτεί στο σπίτι του Χαρμπίλα. Στου Χαρμπίλα θα καθόταν απ΄ τις εννιάμισι ως τις εντεκάμισι, απασχολημένος με Έκθεση Ιδεών και Τριγωνομετρία. Στις εντεκάμισι θα επέστρεφε σπίτι του και θα καθότανε να πάρει μια ανάσα. Απ΄ τις δώδεκα ως τις τέσσερις τ΄ απόγεμα ο Αντρέας Χαλκιάς θα διάβαζε, χωρίζοντας την τετράωρη αυτή περίοδο σε τρεις ημιπεριόδους. Απ΄ τις δώδεκα ως τη μία θα διάβαζε Ιστορία, απ΄ τη μία ως τις δύο Ανθρωπογεωγραφία, στις δύο ακριβώς θα ΄κανε δεκάλεπτη διακοπή για να φάει, και με τη μπουκιά στο στόμα θα καταπιανόταν με τις ασκήσεις των Μαθηματικών, που είχε ορίσει το φροντιστήριο. Τέσσερις με πέντε και μισή ο απαραβίαστος μεσημεριανός ύπνος. Πεντέμισι μ΄ εξίμισι Ιστορία. Στις εξίμισι αναχώρηση για το φροντιστήριο. Ανταλλαγή με τα αγόρια και τα κορίτσια του φροντιστηρίου των απολύτως αναγκαίων χαιρετισμών, χωρίς σπατάλη θερμίδων, λαμβανομένων υπ΄ όψη κι ότι η πολλή ενασχόληση πονοκεφαλιάζει και μειώνει την αντοχή για το βραδινό διάβασμα. Δέκα και μισή επιστροφή στο σπίτι. Ημίωρο μουσικό ρηλάξ, κατά προτίμηση τραγούδια ελαφρά ή ελαφρολαϊκά που καλοκαρδίζουν ένα ήδη τεντωμένο νευρικό σύστημα. Έντεκα με εντεκάμισι, μια τρεχάτη ματιά στην Ανθρωπογεωγραφία, καταγραφή των στοιχείων που πρέπει να απομνημονευτούν. Εντεκάμισι με δώδεκα και μισή, επιστροφή στην Ιστορία. Ο Αντρέας Χαλκιάς θα πέσει για ύπνο στις μία μετά τα μεσάνυχτα, αφού πρώτα φάει και βουρτσίσει τα δόντια του. Θα κοιμηθεί ως τις οχτώμισι το πρωί, οπότε κι έχει την υποχρέωση  - κι η σβούρα ξαναγυρίζει».

ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Νομίζετε πως έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, όταν ο Πέτρος Τατσόπουλος έγραφε για το πόσο δύσκολη υπόθεση είναι να είσαι μαθητής και μάλιστα υποψήφιος για το Πανεπιστήμιο; Με γλώσσα σταράτη και δίχως να ωραιοποιεί ή να διογκώνει τις καταστάσεις, ο συγγραφέας καταγράφει το καθημερινό βαρύ πρόγραμμα των υποψηφίων, ένα πρόγραμμα που μοιάζει και είναι αληθινός γολγοθάς. Λίγα πράγματα έχουν αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια: η μαθητική ζωή συνεχίζει να παραμένει άχαρη και γεμάτη άγχος, το σχολείο χωρίς καμιά ελπίδα βελτίωσης, η οικογένεια το ίδιο πάντα απαιτητική και πολλές φορές σκληρή απέναντι στα τρυφερά της μέλη, η εφηβεία μια ηλικία γεμάτη εφιάλτες και υποχρεώσεις  αντί για έρωτες και ξεγνοιασιά. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ΟΙ ΑΝΗΛΙΚΟΙ αγαπήθηκαν και συνεχίζουν να διαβάζονται΄ εδώ ο κάθε νέος θα δει τον εαυτό του και θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο και με ό,τι δυναστεύει την εφηβική καθημερινότητα.

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Από τα πιο δυνατά ονόματα της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο Πέτρος Τατσόπουλος ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων και αγαπάει το βιβλίο όσο λίγοι σ΄ αυτή τη χώρα. Γράφει κριτικές, παίρνει μέρος σε συζητήσεις, σχολιάζει ό,τι έχει σχέση με βιβλία που τον αφορούν ή που τον εξοργίζουν και βέβαια κατά καιρούς δημοσιεύει συλλογές διηγημάτων, νουβέλες και μυθιστορήματα. Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ είναι ένα σχετικά πρόσφατο βιβλίο του όπου κανείς θα διαβάσει πώς κατάφερε ο Τατσόπουλος να κάνει τη ζωή του λογοτέχνημα. Τελευταίο του βιβλίο είναι οι ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ (συνεντεύξεις από διάσημους ή όχι τόσο διάσημους συμπολίτες μας). Περισσότερα για τον συγγραφέα και το πλούσιο έργο του μπορεί κανείς να ανατρέξει στο διαδίκτυο ή να μπει σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο και να ζητήσει κάποιο απ΄ τα βιβλία του. Δεν θα απογοητευτεί στο ελάχιστο.

Πέτρος Τατσόπουλος

Petros Tatsopoulos 1.jpgΓεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1959 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Παρακολούθησε μαθήματα οικονομικών στη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά και πολιτικών επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του και δεν απέκτησε πτυχίο. Εργάστηκε ως σεναριογράφος, ασκούμενος κοινωνικός λειτουργός,σύμβουλος εκδόσεων στους οίκους Λιβάνη, Καστανιώτη και σύμβουλος σεναρίων στην κρατική τηλεόραση (ΕΡΤ), δημοσιογράφος και παρουσιαστής στην εκπομπή βιβλίου Πνεύμα Αντιλογίας και παρουσιαστής της σειράς ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ 1821. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων από το 1989 και μετείχε στο Διοικητικό της Συμβούλιο κατά την περίοδο 2001-2003. Είναι επίσης ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος.[1]

Πολιτική

Στις Βουλευτικές Εκλογές του Μαΐου του 2012, εκλέχθηκε βουλευτής με το ΣΥΡΙΖΑ. Τον Ιανουάριο του 2014 υπέβαλε στη διάθεση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, την παραίτησή του από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, ως αποτέλεσμα εσωκομματικών τριβών.[2] Μετά από συνάντηση των δύο ανδρών, ανακοινώθηκε και επίσημα η παραίτηση του Τατσόπουλου από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, χωρίς ωστόσο αυτή να συνοδεύεται και από παραίτηση από την βουλευτική του έδρα.[3][4]

Έργο

  • Μυθιστορήματα, Διηγήματα και Ανάλεκτα Κείμενα
    • Οι Ανήλικοι, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Υάκινθος, 1980, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001
    • Το Παυσίπονο, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Εστία 1982, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004
    • Κινούμενα Σχέδια, διηγήματα, Εκδόσεις Κέδρος, 1984, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2002
    • Η Καρδιά του Κτήνους, Εκδόσεις Εστία, 1987, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005
    • Η Πρώτη Εμφάνιση, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Εστία, 1994, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006
    • Ανάλαφρες Ιστορίες, διηγήματα, Εκδόσεις Εστία, 1995, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001
    • Παιχνίδι των τεσσάρων, σπονδυλωτό μυθιστόρημα, από κοινού με τους Κώστα Μουρσελά, Γιώργο Σκούρτη και Αντώνη Σουρούνη, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998
    • Κομεντί, διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999
    • Πιπέρι στη γλώσσα, ανάλεκτα κείμενα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000
    • Το ραβδί και το καρότο, αναγνώσεις, Εκδόσεις Πατάκη, 2004
    • Ο ουρανός στο κεφάλι μας, η δίκη της 17 Νοέμβρη, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2004
    • Τιμής ένεκεν, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004
    • Πικάντικες Ιστορίες, διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005
    • Η καλοσύνη των ξένων, μια αληθινή ιστορία, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2006
    • Νεοέλληνες, πορτρέτα, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2007
    • Ο Σίσυφος στο Μπαλκόνι, νουβέλα, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2009 [Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2009][5]
    • Το βιβλίο για τα βιβλία, η ανάγνωση ως απόλαυση, Εκδόσεις Οξύ, 2010
    Πηγή : Βικιπαίδεια

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Γ.Ιωάννου : Βιογραφικά στοιχεία




 
Ο Γιώργος Σορολόπης (όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Γιώργου Ιωάννου) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης και για ένα διάστημα υπηρέτησε ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Εργάστηκε ως φιλόλογος αρχικά σε ιδιωτικά σχολεία στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στη συνέχεια σε δημόσια σχολεία σε διάφορες περιοχές της χώρας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο ελληνικό γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Πέθανε στα 58 του χρόνια.

Το έργο του

Το 1959 εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή 'κιβώτια και εννιά χρόνια αργότερα ακολούθησε η συλλογή Τα χίλια δέντρα. Στράφηκε οριστικά στην πεζογραφία το 1964, με μια συλλογή 22 πεζογραφημάτων με τίτλο Για ένα φιλότιμο.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παράδοση και κατέγραψε και εξέδωσε δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών. Σχετικά με την νεοελληνική παράδοση δημοσίευσε τις εξής εργασίες:
  • Τα δημοτικά μας τραγούδια (1970)
  • Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού (1966)
  • Παραλογές (1970)
  • Καραγκιόζης (1971–1972, Τόμοι 3)
  • Παραμύθια του λαού μας (1973)
Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο. Το 1981 εξέδωσε ένα θεατρικό έργο για παιδιά, Το αυγό της κότας. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε το παιδικό ανάγνωσμά του Ο Πίκος και η Πίκα.

Κύρια λογοτεχνική ενασχόληση όμως του Ιωάννου υπήρξε η πεζογραφία, όπου καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, από το οποίο επηρεάστηκαν αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς. Τα κυριότερα πεζά του που εκδόθηκαν μέχρι τον θάνατό του είναι:
  • Η Σαρκοφάγος, συλλογή πεζών με 29 κείμενα (1971)
  • Η μόνη κληρονομιά, συλλογή πεζών με 17 κείμενα (1974)
  • To δικό μας αίμα, (Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας 1978) (1978)
  • Επιτάφιος Θρήνος (1980)
  • Ομόνοια (1980)
  • Κοιτάσματα (1981)
  • Πολλαπλά κατάγματα (1981)
  • Περί εφήβων και μη (1982)
  • Εύφλεκτη χώρα (1982)
  • Καταπακτή (1982)
  • Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984)
  • Ο της φύσεως έρως (1986)
Επίσης στίχοι του μελοποιημένοι κυκλοφόρησαν σε δίσκο,με τον τίτλο,Κέντρο διερχομένων, σε μουσική, ενορχήστρωση Νίκου Μαμαγκάκη. Τραγουδούν: Δημήτρης Ψαριανός, Δημήτρης Κοντογιάννης και Ελευθερία Αρβανιτάκη, LYRA 1982

Στοιχεία τεχνικής του έργου του

Στοιχεία τεχνικής που χαρακτηρίζουν το έργο του Ιωάννου είναι η μονομερής αφήγηση, η τεχνική του διασπασμένου θέματος και η σύνθεση του χρόνου. Η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση είναι μια μορφή αφήγησης, στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μόνο προσώπου, το οποίο άλλοτε μετέχει σε αυτά που εξιστορούνται και άλλοτε είναι θεατής και τα αφηγείται. Η αφηγηματική αυτή μορφή δεν γίνεται απαραίτητα σε πρώτο πρόσωπο, αν και είναι το συνηθέστερο. Π.χ. και μολονότι σε όλα πεζά του Ιωάννου ακολουθείται η μονομερής αφήγηση, άλλα είναι γραμμένα σε πρώτο, άλλα σε δεύτερο και άλλα σε τρίτο πρόσωπο.
Στην τεχνική του διασπασμένου θέματος, τα γεγονότα είναι ψηφίδες που συνθέτουν το αφήγημα ενώ ταυτόχρονα παρεμβάλλονται σκέψεις και συναισθήματα του συγγραφέα. Δεν υπάρχει δηλαδή η κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση και τέλος.
Η σύνθεση του χρόνου αποτελεί το τρίτο τεχνικό γνώρισμα των πεζών του Ιωάννου. Σύμφωνα με αυτό, η αφήγηση μπορεί να ξεκινά από το παρόν ή το παρελθόν, αλλά δεν προχωρεί γραμμικά προς μεταγενέστερες στιγμές, αφού η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συνεχής.
Επίσης σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου παίζουν οι εμπειρίες του από τα μέρη όπου έζησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και το κοινωνικό του περιβάλλον (η οικογένεια, οι φτωχογειτονιές, οι φίλοι, οι άνθρωποι που γνώρισε, κλπ.). Ιδιαίτερο ρόλο παίζει η γενέτειρά του, η οποία δίνεται όχι μόνο ως ένας συγκεκριμένος χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, τους πρόσφυγες και την πολυπολιτισμικότητά της, αλλά και ως χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Για τη βιωματικότητα στο έργο του, ο Ιωάννου είπε:[1]
«Λέγοντας λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από προσωπικά βιώματα του συγγραφέα [...]. Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος [...]. Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι.»



Γιώργος Ιωάννου, "Τα παρατσούκλια"


Συνάντησα προχτές στο δρόμο έναν παλιό συμμαθητή μου, φαλακρό πια και σχεδόν γερασμένο, που μου έκανε φριχτά παράπονα, ότι δήθεν τον βλέπω στο δρόμο και δεν τον χαιρετάω. Τον άκουσα για αρκετή ώρα σιωπηλός και μετά βιάστηκα ν' αναγνωρίσω την ενοχή μου για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα. Σαν χωρίσαμε, άθελά μου πήρα ν' ανασκαλεύω τα περασμένα. Το αίμα μου φούντωσε. Αυτό το τέρας που είχε τώρα το θράσος να μου κάνει και παράπονα, ήταν ένας απ' τους μεγαλύτερους διώκτες και βασανιστές μου, όταν ήμασταν μαζί στο σχολείο. Κυρίως αυτός διαλαλούσε τα απειράριθμα παρατσούκλια μου, παριστάνοντας μάλιστα, όσο μπορούσε πιο γελοία, και τον τρόπο που μιλούσα. Η αληθεια είναι: ότι νέα παρατσούκλια δεν μου έβγαζε γιατί δεν ήταν σε θέση, έδειχνε όμως ιδιαίτερο ζήλο για τη διάδοση των ήδη γνωστών. Αυτός επίσης ο ουραγκοτάγκος ήταν που μετέφερνε τα παρατσούκλια του σχολείου στη γειτονιά μου και το αντίστροφο, κι αυτός πάλι με την παρέα του μου τα φώναζαν ακόμα και μέσα στο δρόμο, όταν πήγαινα βόλτα με τους γονείς μου. Νομίζει το χαϊβάνι πως δεν τα θυμάμαι πια ή ότι έχω ψυχή επιπόλαια σαν τη δικιά του. Ξεχνάει όμως ή συγχωρεί ποτέ ένας άνθρωπος με σώες τις φρένες τα βασανιστήρια που του κάνανε; Πώς λοιπόν να ξεχάσω κι εγώ αυτά που τράβηξα απ' την πρώτη ακόμα τάξη του δημοτικού σχολείου;
Πρώτα πρώτα το άλλο, το παλιό μου επίθετο, ήταν ένα αστείο παρατσούκλι. Και δεν ήταν ανάγκη να το πουν οι άλλοι, έπρεπε κάθε τόσο να το δηλώνω μονάχος μου. Μικρόν ορισμένοι με ξεμονάχιαζαν και μ' έβαζαν να το επαναλαμβάνω κάνοντας πως δεν το καλάκουσαν. Πεθαίνανε κάθε φορά στα γέλια. Στο σχολείο πάλι, όσο ανέβαινα τις τάξεις, το πράγμα καταντούσε μαρτύριο. Μόλις άρχιζαν να φωνάζουν κατάλογο, σφίγγονταν η καρδιά μου, ίδρωναν τα χέρια μου και μ' έπιανε τρεμούλα. Στο μεταξύ, ο καθηγητής είχε φωνάξει δυο τρεις φορές το επίθετό μου, ώσπου ν' ακούσει το άψυχο παρών που έβγαζα, μέσα σε μια τάξη σκασμένη κιόλας στα γέλια. Κάποτε ένας απαίσιος καθηγητής της μουσικής, μεγάλος σπάρος, διέκοψε τον κατάλογο, με πρόσταξε να σηκωθώ και μου έκανε στριμμένα: "Γιατί δε φωνάζεις δυνατά, ρε μπούφε;" Αυτό ήθελαν κι οι άλλοι, τους πετούσε νέα τροφή. Για μεγάλο διάστημα, εκτός από πολλά άλλα, ήμουν και ο "μπούφος" της τάξεως. Οι κακοηθέστεροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να το κάνουν γνωστό σ' ολόκληρο το γυμνάσιο. Επεδίωκαν μάλιστα να διηγούνται το περιστατικό, ενώ βρισκόμουν κάπως κοντά στην παρέα τους για να τ' ακούω κι εγώ και να σκάω [...].
Όταν όμως παίχτηκε κάποτε στο θέατρο μια οπερέτα με τίτλο Οικογένεια Βατραχιάν και γέμισαν οι τοίχοι αφίσες, ολόκληρο το σόι μου έπεσε άρρωστο. Κανένας τους δεν ήθελε να βγει στο δρόμο. Εγώ σχεδόν το χάρηκε γιατί επιτέλους τους έβλεπα κι αυτούς να υποφέρουν απ' τ' όνομά μας. Ευτυχώς όμως που έτυχε να είναι καλοκαίρι γιατί αλλιώς εγώ επρόκειτο να τραβήξω τα μαρτύρια των εβραίων στο σχολείο. Και τώρα καμιά φορά ακούω στο ραδιόφωνο την οπερέτα αυτή, που είναι πράγματι πολύ αστεία. Καρφί όμως δεν μου καίγεται. Ακόμα κι επίτηδες να μας το κάνουν, διόλου δεν μ' ενδιαφέρει. Μακάρια να μπορούσαν να την παίζουν μέρα νύχτα για να ευφραίνομαι.
Το ευτύχημα ήταν πως το γυμνάσιο βρίσκονταν σε άλλη περιφέρεια απ' το δημοτικό που είχα βγάλει κι έτσι στα παρατσούκλια του γυμνασίου δεν προστέθηκαν κι εκείνα του δημοτικού. Γιατί εκεί πια ήταν που μου είχαν ζεματίσει την ψυχή. Η δασκάλα μας, μια ανεκδιήγητη γκεργκέφω, μόλις με είδε ζαρωμένον στο θρανίο παρατήρησε: "εσύ παιδί μου, κάνεις σαν σκαντζόχοιρος". Όλα τα παιδιά γέλασαν κι απ' το πρώτο κιόλας διάλειμμα άρχισαν να μου το φωνάζουν. Η δασκάλα κατευχαριστημένη το επανέλαβε και τη δεύτερη ώρα. Στην αρχή όλοι μου φώναζαν το παρατσούκλι κοροϊδευτικά. Κατόπι, αντί να το ξεχάσουν, το συνήθισαν και το 'λεγαν χωρίς ιδιαίτερη κακία, σαν ένα οποιοδήποτε όνομα. Εγώ όμως αδύνατο να το συνηθίσω, κάθε μέρα με πλήγωνε πιο βαθιά. Ιδίως όταν παίζαμε ποδόσφαιρο κι ήθελαν να τους δώσω πάσα, τότε το "Σκαντζόχοιρε, Σκαντόχοιρε" αντηχούσε σ' όλους τους τόνους.
'Aρχισα να μην παίζω με κανέναν. Έπαιζα μόνος μου στην αυλή μας διάφορα παιχνίδια. Έβρισκα δυο φωλιές μερμήγκια διαφορετικά σε χρώμα και μέγεθος. Επειδή ήμουν πολύ ξανθός, ήθελα η μια φωλιά να έχει ξανθά μερμήγκια. Η άλλη είχε μελαχρινά με μεγάλα ευκίνητα πόδια. Δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν. Έπαιρνα τότε ένα απ' τα ξανθά, που ήταν πιο αδύναμα, και το 'ριχνα μέσα στην τρύπα της φωλιάς, εκεί όπου έβραζαν τα μαύρα μερμήγκια. Αυτά έζωναν αμέσως το ξανθό, το δάγκωναν από παντού, το τραβολογούσαν, και τελικά, μέσα σ' ένα συνωστισμό, το 'σερναν μισοπεθαμένο στη φωλιά τους. "Πάει ο σκαντζόχοιρος", έλεγα πικραμένος [...].
Τα βράδια, συνήθως την ώρα που τρώγαμε, περνούσαν παρέες παρέες τα παιδιά κάτω απ' το σπίτι και ούρλιαζαν στα σκοτεινά τα διάφορα παρατσούκλια μου. Μέχρι τραγούδια μου είχαν βγάλει. Μόνο εγώ τα άκουγα, οι δικοί μου χαμπάρι δεν είχαν. Μ' έπιανε τότε σφίξιμο στο στομάχι, χλώμιαζα, κι αφήνοντας το φαγητό στη μέση έτρεχα να κοιμηθώ ή μάλλον να κρυφτώ κάτω απ' τα στρωσίδια [...].
Ήρθε όμως μέρα, που το κακό στο σχολείο παράγινε. Δίπλα μου στο θρανίο καθόταν ένα παιδί, που του είχα ιδιαίτερη αδυναμία. Δε θυμάμαι πια τ' όνομά του. θυμάμαι όμως που φορούσε ναυτικά, παιδικά ρούχα της μόδας τότε. Ένα πρωί, στο διάλειμμα, η δασκάλα με κάλεσε στο γραφείο. Μέσα περίμενε μια άγνωστή μου κλαμένη γυναίκα, που μόλις μπήκα μ' αγκάλιασε και με φιλούσε. Κατόπι μου εξήγησε πως ο φίλος μου, λίγο προτού ξεψυχήσει, παραμιλούσε κι έλεγε συνεχώς τ' όνομά μου. Πάλι καλά που δεν έλεγε κι αυτός το παρατσούκλι μου -όλα να τα περιμένεις.
Στα σαράντα του, η φρικαλέα εκείνη δασκάλα φρόντισε να διορθώσει κάπως τα πράγματα. Είχαν στείλει στο σχολείο φακελάκια με κόλλυβα και γλυκά παξιμάδια. Η κυρία μας, αφού φόρεσε τελετουργικά κάτι μαύρα μανικέτια απ' τον καρπό ως τον αγκώνα για να μη λερωθεί, είπε μελιστάλαχτα: "Ο σκαντζόχοιρος θα πάρει από δύο, γιατί ήταν φίλος του". Το χτύπημα ήταν αβάσταχτο. Σηκώθηκα κι έφυγα κλαίγοντας πικρά. Έπεσα στο σπίτι με πυρετό. Δεν ήθελα να ξαναπάω στο σχολείο ούτε να βγω έξω. Μάταια προσπαθούσαν να με πείσουν, ότι παραπονέθηκαν στη δασκάλα, που φυσικά όχι μόνο τ' αρνήθηκε όλα, μα δήλωσε πως μ' αγαπούσε ιδιαίτερα.
Τις επόμενες μέρες δεν μ' έστειλαν σχολείο. Η μάνα μου κάθε πρωί μου φορούσε τα καλά μου, μού 'βαζε ένα καπέλο, και μ' έστελνε στο γειτονικό Σέιχ-Σου [...].
Αυτό σαν να με γιάτρεψε κάπως. Την άλλη χρονιά με γράψανε σ' άλλο σχολείο.
Τώρα πια ούτε οι πιο κακόγλωσσοι και φαρμακεροί φίλοι και συνάδελφοί μου τολμούν να μου βγάλουν παρατσούκλι. Το πράγμα σχεδόν με στενοχωρεί. Φαίνεται πως με το πέρασμα του χρόνου η φωνή μου, η μορφή μου, η σκέψη μου, το βάδισμά μου, πήραν επιτέλους να μου ταιριάζουν, ίσως και να διορθώθηκαν, ενώ πρώτα ήταν ίσως πρόωρα και παράταιρα επάνω μου. Με τους περισσότερους όμως απ' αυτούς συμβαίνει τ' αντίθετο. Βέβαια, θα έχει παίξει κάποιο ρόλο και το γεγονός πως έχω γίνει εγώ ο ίδιος πια άσος στο να κολλώ παρατσούκλια και κάμποσα που έστειλα συστημένα κάποτε σε ορισμένους απόκοτους και γελοίους, τους ζεμάτισαν τόσο, που δεν ξανάβγαλαν άχνα. Κρίμα που δεν ανακάλυψα την μέθοδο αυτή πιο μπροστά.
Όπως όμως κι αν έχει το πράγμα, τώρα καταλαβαίνω πόσο μαρτύρησα κάποτε απ' το τίποτε και πόση επίδραση είχαν πάνω σ' όλη μου τη ζωή εκείνα τα παρατσούκλια.
 
Γιώργος Ιωάννου, "Τα παρατσούκλια", Η σαρκοφάγος. Πεζογραφήματα, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1992, σσ. 35-40.
σχολικό βιβλίο έκθεσης-έκφρασης β΄ λυκείου, σελ. 120-122
 

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

"Ο κακός μαθητής" (σημειώσεις)

Να διαβάσετε και το παράλληλο κείμενο "Ο καλός μαθητής"

ΘΕΜΑ:
Τα τυπικά χαρακτηριστικά του κακού μαθητή. Ο κακός μαθητής καταντά να μείνει αμαθής, γι’ αυτό και δεν τον εκτιμούν οι συμπολίτες του.

ΔΟΜΗ:

1η εν. «Εξαιρώ…..εχπαιδευτηρίων» προσδιορίζεται το θέμα του κειμένου .
2η εν: «Τούτος…….παρά να μάθει» οι λόγοι για τους οποίους ο κακός μαθητής πηγαίνει σχολείο.
3η εν: «Η κλάση δι’αυτόν …….μεταχειρίζεται προθύμως» Η αντιμετώπιση των μαθημάτων και της μάθησης.
4η εν: «Εις δε τες προετοιμασίες του…….οι καθηγηταί τον αδικήσανε!» Η αντιμετώπιση των εξετάσεων.
5η εν: «Αλλά ο τοιούτος μαθητής…..των συμπολιτών του».Το μέλλον του κακού μαθητή.
ΓΛΩΣΣΑ: Δημοτική, λαϊκή και ιδιωματική. .Το πιο χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η παρουσία ιδιωματικών επτανησιακών στοιχείων.(αξαίνει, αψηφησίαν…)
ΎΦΟΣ: Σατιρικό, πεζολογικό, χωρίς εκφραστικά στολίδια

Τα γνωρίσματα του κακού μαθητή

Ο Λασκαράτος παρουσιάζει τα γνωρίσματα του κακού μαθητή ο οποίος:
Ø     Δεν καταλαβαίνει και δεν εκτιμά την αξία του σχολείου
Ø     Πηγαίνει σχολείο από συνήθεια, από υποχρέωση και από μίμηση
Ø     Αντιμετωπίζει το σχολείο σαν ένα είδος συνεταιρισμού με σκοπό να χάσουν μάθημα
Ø     Το μάθημα είναι γι’αυτόν  υποχρέωση
Ø     Στις διακοπές δεν διαβάζει καθόλου
Ø     Στις εξετάσεις χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο για να ξεγελάσει τους δασκάλους του και να αντιγράψει
 Οι συνέπειες της στάσης του
Αυτός ο μαθητής τελειώνει το σχολείο χωρίς να μάθει απολύτως τίποτα. Στην ενηληκίωσή του είναι ανάξιος για κάθε εργασία. Δεν τον εκτιμούν οι συμπολίτες του , αντίθετα τον περιφρονούν.

"Μονόλογος του ευαίσθητου" (σημειώσεις)

 Το χρονογράφημα σατιρίζει τις συνήθειες των Αθηναίων του 19ου αιώνα και έτσι ο αναγνώστης του, πέρα από την απόλαυση που νοιώθει ερχόμενος σε επαφή με την πρόζα του Ροΐδη, μπορεί να αντλήσει πολλές πληροφορίες για τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής εκείνης  ως προς τα δυο φύλα. Η ειρωνεία που είναι διάχυτη ξεκινάει ήδη από τον τίτλο ο οποίος μας προετοιμάζει για κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό το οποίο αντιμετωπίζουμε. Η ειρωνεία αυτή ενισχύεται από την επιλογή του Ροΐδη να δώσει το λόγο σε πρώτο πρόσωπο στον ήρωά του, ενισχύοντας παράλληλα και το κωμικό αποτέλεσμα. Γιατί στο χρονογράφημα αυτό πρωταγωνιστεί ένας άνδρας που θεωρεί τον εαυτό του ως τον πιο ευαίσθητο άνθρωπο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν εντελώς αναίσθητο άνθρωπο και μάλιστα εξαιρετικά υποκριτή, καθώς προφανώς και το γνωρίζει ότι δεν είναι ευαίσθητος και όσα λέει είναι προφάσεις.  Παρατηρεί, ας πούμε,  ανθρώπους δυστυχισμένους δίπλα του και διατείνεται ότι συλλογίζεται την δυστυχία τους και το πόσο χειρότερη θα γίνει αν τους προσφέρει την βοήθειά του, καθώς θα τους φέρει σε δύσκολη θέση. Πιστεύει πως αν βοηθήσει έναν άνθρωπο με κάποια αναπηρία είτε κινητική είτε διανοητική ή ακόμα και μια αναπηρία που σχετίζεται με την όραση, την ακοή και την ομιλία,  τον καταδικάζει να ζει μία μίζερη και δύσκολη ζωή και τον ωθεί να συνεχίσει την ελεημοσύνη, ακόμα και αν έχει την δυνατότητα να δουλέψει, πράγμα  καταφανώς δύσκολο για κάποιον ανάπηρο. Ή παρομοιάζει με τον αστακό  την στενοχώρια άλλων ανθρώπων, ότι δηλαδή δεν μπορεί να χωνέψει την υποκρισία των ανθρώπων για την δύναμη που δείχνουν όταν βρίσκονται σε μία κηδεία. 
     Η  ειρωνεία του κειμένου σταδιακά αυξάνεται καθώς ο άνδρας αυτός αποφασίζει να παντρευτεί. Ενώ πιστεύει πως μπορεί να παντρευτεί μία όμορφη αλλά φτωχή κοπέλα, αποφασίζει να παντρευτεί μια άσχημη πλούσια όχι επειδή την αγαπάει αλλά επειδή γνωρίζει πως δεν θα τον παντρευτεί για τα λεφτά του, στην πραγματικότητα όλοι ξέρετε γιατί. Κι ενώ αυτή αρρωσταίνει,  την αφήνει μόνη στο σπίτι και βγαίνει έξω ισχυριζόμενος πως δεν μπορεί τάχα να την βλέπει σε αυτήν την κατάσταση γιατί λυπάται. Ούτε και αναγνωρίζει τις θυσίες και το ενδιαφέρον της καθώς της καταλογίζει πως, όταν  αρρωσταίνει  η γυναίκα του είναι δίπλα του και τον φροντίζει μερόνυχτα ολόκληρα.  Και την θεωρεί αναίσθητη και πως δεν έχει ούτε λίγη από την ευαισθησία του γιατί, αν είχε, δεν θα μπορούσε να τον βλέπει έτσι άρρωστο  και θα έφευγε όπως έκανε και αυτός  όταν εκείνη α  Πέρα από πληροφορίες για την γενικότερη κοινωνική κατάσταση της εποχής και των ανισοτήτων της,  από το χρονογράφημα μπορούμε να αντλήσουμε πολλές πληροφορίες για τον διαφορετικό τρόπο και τον ξεχωριστό ρόλο που επιφύλασσε η κοινωνία στα δυο φύλα. 
    Στους άνδρες έδινε την δυνατότητα αφού γλεντήσουν τη ζωή τους, με γυναίκες ίσως τις οποίες θεωρούσαν και ανάξιες ακριβώς επειδή τους συναναστρέφονταν,να ψάξουν να βρουν σύντροφο με σκοπό να τους περιποιείται και να τους γηροκομήσει ουσιαστικά.   Μια γυναίκα δεν είχε τέτοια δυνατότητα προφανώς. 
      Επίσης, οι έχοντες χρήματα άνδρες σχετικά προχωρημένης ηλικίας είχαν την δυνατότητα να βρουν όμορφες και κατά πολύ νεαρότερες τους γυναίκες, ενώ προφανώς το αντίστροφο δεν υπήρχε ως πιθανότητα.ρρωσταίνει. 
στόσο, πολλές φορές τη γυναίκα την οποία θα παντρευόταν την καθόριζε ένας άλλος παράγοντας. Η δυνατότητα να δοθεί προίκα. Συνεπώς, η οικονομική ωφέλεια καθόριζε τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο "ευαίσθητος" της ιστορίας μας, ας πούμε, προφανώς δεν θα έκανε ένα γάμο από έρωτα γιατί είναι πολύ ευαίσθητος για να κάνει κάτι τέτοιο. Μπροστά στο όφελος όμως που είναι να αποκομίσει δεν τον νοιάζει ούτε καν να του αρέσει ο άνθρωπος με τον οποίο θα μοιραστεί τη ζωή του, προφανώς διότι στοχεύει στο πορτοφόλι της.
Επίσης, το να συμπεριφέρεται κανείς στη γυναίκα του με τον σεβασμό που αρμόζει  στο σύντροφο της ζωή του ή έστω σε έναν συνάνθρωπο δεν θεωρούνταν καθόλου αυτονόητο. Ακόμα όμως κι όταν υπήρχε, μερικές φορές παρουσιαζόταν σαν χάρη ή κατόρθωμα. 
    Επίσης, στα πλαίσια του γάμου η σχέση είναι ανισόρροπη. Ο άνδρας μπορούσε να βγαίνει με τους φίλους του και να διασκεδάζει ή να πηγαίνει εκδρομές χωρίς να λογοδοτεί για το που ή με ποιους ήταν. Η γυναίκα όμως έπρεπε να είναι κλεισμένη στο σπίτι και κύριος σκοπός της ζωής της ήταν να το φροντίζει  και να καλύπτει τις ανάγκες του άντρα της, και μάλιστα χωρίς να ξοδεύει πολλά. Ο ρόλος της νοικοκυράς ήταν ο μόνος ρόλος που επιφύλασσε η κοινωνία για τις γυναίκες.  Το χειρότερο από όλα όμως ήταν ότι η προσφορά αυτή της γυναίκας,  που θεωρούνταν αυτονόητη και πάνω σ' αυτή βασίζονταν η ζωή μιας οικογένειας, δεν είχε σε καμία περίπτωση την αναγνώριση που της άξιζε, αν τυχόν είχε αναγνώριση καθόλου. 
Πρόκειται λοιπόν για μια παραδοσιακή, ανδροκρατούμενη  κοινωνία που αναπαράγει το πρότυπο του άνδρα- αφέντη και της υποταγμένης γυναίκας, της υποχρεωμένης με υπομονή και υπακοή να ακολουθεί τις επιθυμίες του άντρα της, όποιες κι αν είναι αυτές...


Παρουσίαση της Α.Σιδηροπούλου για τη ζωή και το έργο του Ε.Ροΐδη

Περιέχει και σημειώσεις για το μάθημα "Μονόλογος ευαίσθητου"

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Σημειώσεις για το διήγημα : "Ο παχύς και ο αδύνατος"



ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
«Ο Παχύς και ο Αδύνατος»


Αφηγητής και αφήγηση

Ο αφηγητής είναι αμέτοχος και η αφήγηση τριτοπρόσωπη. Κυριαρχούν τα διαλογικά μέρη, ενώ η αφήγηση είναι περιορισμένη. Το γεγονός αυτό προσδίδει στο κείμενο την αίσθηση ενός θεατρικού έργου. Στην αφήγηση κυριαρχεί η περιγραφή των χαρακτήρων, η περιγραφή της κοινωνικής τους θέσης καθώς και η περιγραφή των αντιδράσεών τους σε όσα συμβαίνουν (σχολιασμός εκ μέρους του αφηγητή).

Γιατί ο αδύνατος αναφέρει τόσες φορές την καταγωγή της γυναίκας του;

Ο λόγος για τον οποίο ο αδύνατος επιμένει τρεις φορές σ' αυτό το ζήτημα είναι επειδή νιώθει περήφανος για το γεγονός ότι έχει παντρευτεί μια Γερμανίδα. Εκείνη την εποχή η γερμανική μειονότητα της Ρωσίας θεωρούνταν προοδευμένη, πλούσια και αριστοκρατική, επομένως ο αδύνατος θεωρεί ότι ο γάμος με μια τέτοια γυναίκα αποτελεί γι' αυτόν δείγμα κοινωνικής  ανόδου.

Σε τι αποσκοπεί ο Τσέχωφ παρουσιάζοντας την αιφνιδιαστική αλλαγή στη  συμπεριφορά του αδυνάτου απέναντι στον παχύ;

 Ο Τσέχωφ προσπαθεί εδώ να ασκήσει κοινωνική κριτική στο καθεστώς της Τσαρικής Ρωσίας στο τέλος του 19ου αιώνα. Στην κοινωνία επικρατεί ένα κύμα ανασφάλειας και φόβου, το οποίο επηρεάζει τις διαπροσωπικές σχέσεις. Η ιεραρχία της γραφειοκρατίας επηρεάζει την στάση των κατωτέρων στελεχών απέναντι στα ανώτερα, τα οποία κατοχυρώνουν την εξουσία τους όχι με τον σεβασμό, αλλά με τον φόβο. Μ' αυτόν τον τρόπο καταπατούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Βέβαια ο παχύς δεν έχει δείξει δείγματα παρόμοιας καταπιεστικής συμπεριφοράς και μάλιστα δείχνει να ενοχλείται, αλλά ο αδύνατος συμπεριφέρεται δουλοπρεπώς, στηριγμένος προφανώς σε προηγούμενη εμπειρία του.

Ο τίτλος του κειμένου

Ο λόγος για τον οποίο ο Τσέχωφ επιλέγει το συγκεκριμένο τίτλο είναι:
α) επειδή θέλει να δώσει μια αίσθηση κωμικότητας στον αναγνώστη
β) επειδή θέλει να μετατρέψει τα συγκεκριμένα πρόσωπα σε χαρακτήρες που ισχύουν σε όλες τις εποχές
γ) δείχνει ανάγλυφα την διαφορά της κοινωνικής θέσης ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές

Με ποια μέσα ο Τσέχωφ ζωντανεύει την αλλαγή στάσης του αδύνατου απέναντι στον παχύ;

α) με την λεπτομερή περιγραφή των σωματικών αντιδράσεων του αδυνάτου στο άκουσμα της ανώτερης θέσης που έχει ο παχύς
β) με το γεγονός ότι χάνει τα λόγια του και δυσκολεύεται να αρθρώσει ολοκληρωμένο λόγο
γ) με την αλλαγή από τον οικείο σε επίσημο λόγο και από τον ενικό στον πληθυντικό
δ) με την δουλοπρέπεια και τις κολακείες που ο αδύνατος απευθύνει στον παχύ

Η εικόνα της οικογένειας του αδυνάτου στο κείμενο

Η οικογένεια του αδυνάτου παίζει δευτερεύοντα ρόλο στο κείμενο, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι δε συμμετέχει καθόλου στον διάλογο. Η γυναίκα του αδυνάτου δεν παρουσιάζεται ως αυτόνομη προσωπικότητα, αλλά μόνο  ως μέσο κοινωνικής καταξίωσης από την οπτική γωνία του συζύγου της. Τo παιδί υιοθετεί τη δουλοπρεπή συμπεριφορά του πατέρα του απέναντι στον κοινωνικά ανώτερο, γεγονός που δείχνει ότι έχει ανατραφεί από τους γονείς του με τέτοιο τρόπο, ώστε να σέβεται την ιεραρχία της ρωσικής κοινωνίας. Συνεπώς το δίδαγμα του Τσέχωφ προς τους αναγνώστες του είναι ότι η κοινωνία επιβάλλει με  τον τρόπο της στάσεις και αντιλήψεις στα μέλη της, οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν.