Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Σημειώσεις για τους Ελεύθερους Πολιορκημένους"

Ελεύθεροι πολιορκημένοι   Διον. Σολωμού
Το έργο
Στο διάστημα της πολιορκίας του Μεσολογγίου από τους Τούρκους ο ποιητής βρισκόταν στο απέναντι μέρος, στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο, και συμμετείχε ψυχικά στο δράμα των Μεσολογγιτών. Από αυτή τη βίωση των γεγονότων προέκυψε το ποίημα του χρέους(Χρέος ήταν η πρώτη ονομασία του ποιήματος, που αργότερα πήρε τον τίτλο Ελεύθεροι πολιορκημένοι , το οποίοι ποιητής αρχίζει να συνθέτει το 1826. Το ποίημα αυτό απασχόλησε τον ποιητή όσο κανένα άλλο, όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και έφτασε σ΄ εμάς σε αποσπάσματα, τα οποία ανήκουν σε Τρία Σχεδιάσματα, που το καθένα αντιπροσωπεύει όχι μόνο διαφορετικό στάδιο επεξεργασίας αλλά και διαφορετική ποιητική αντίληψη

Το ιστορικό πλαίσιο

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι αναφέρονται στη δωδεκάμηνη πολιορκία του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1825-Απρίλιος 1826) από τους Τούρκους και στη συνέχεια από τους Αιγυπτίους. Οι Μεσολογγίτες αμύνονται κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας με σθένος. Υπομένουν καρτερικά και παλεύουν απέναντι στο Κακό: Τις φυσικές κακουχίες (πείνα, αρρώστιες, τον θάνατο), τον εξωτερικό εχθρό δηλ. τους Τούρκους, αλλά και τον εσωτερικό δηλ. τον ίδιο τους τον εαυτό που τους καλεί να γευτούν τον πειρασμό της άνοιξης και του έρωτα, την ίδια τη ζωή, συνθηκολογώντας με τον εχθρό. Αυτοί όμως κατόρθωσαν να νικήσουν το Κακό, διατηρώντας ακέραιο το ήθος τους παραμένοντας ουσιαστικά, εσωτερικά ελεύθεροι, αν και ήταν πολιορκημένοι. Το Καλό νίκησε και η εσωτερική τους πάλη, τους έκανε να ξεπεράσουν την ανθρώπινη τους φύση και να τους οδηγήσει στην ηθική ολοκλήρωση

Σχεδίσμα Β, Απόσπασμα 1


Το θέμα του συγκεκριμένου αποσπάσματος είναι η πείνα και η εξάντληση των αγωνιστών που πολιορκούνταν στο Μεσολόγγι το 1826

‘Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει’
Στον στίχο αυτό δεσπόζει το ρήμα βασιλεύει που τοποθετημένο στο τέλος δίνει έμφαση με τη βαρύτητα που έχει ως σημασία. Δεν υπάρχει απλά ησυχία .Κυριαρχεί απόλυτη σιωπή και το ρ. βασιλεύει δίνει απόλυτα αυτή την εντύπωση. Επίσης δημιουργείται ένα τέτοιο αισθητικό αποτέλεσμα αφού χρησιμοποιείται μεταφορικά
Αξιοσημείωτη είναι η επιλογή των λέξεων άκρα του τάφου σιωπή από τον ποιητή. Οι  συγκεκριμένες λέξεις μπορούν να συσχετισθούν μεταξύ τους με ποικίλους τρόπους,  ως εξής: άκρα σιωπή δηλ απόλυτη σιωπή . Επίσης, άκρα του τάφου, που ισοδυναμεί με τον υπερθετικό βαθμό του επιθέτου δηλ. ακρότατη .και τέλος, του τάφου σιωπή , που ισοδυναμεί με την νεκρική σιωπή. Η χρήση λοιπόν της λέξης τάφος περιγράφει βιωματικά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την έννοια της απόλυτης σιωπής, πράγμα που δεν θα μπορούσε να γίνει ΄τόσο αποτελεσματικά με τη χρήση άλλης λέξης
Σημείωση: Είναι γνωστή η «αγωνία του λόγου», όπως λέμε ενός ποιητή και ειδικά του Σολωμού που πασχίζει να βρει τη «μοναδική» λέξη για να «ντύσει» το περιεχόμενο του με την καλύτερη δυνατή μορφή. Το λογοτεχνικό ύφος αποτελεί τις συγκεκριμένες  λεκτικές επιλογές ενός ποιητή που γίνονται μέσα από τη βιωματική-συγκινησιακή χρήση της γλώσσας.
Έτσι ο α΄ στίχος με τις συγκεκριμένες λεκτικές επιλογές αναδεικνύει απόλυτα την αίσθηση και την εικόνα της απόλυτης ακινησίας

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει
Σε αντίθεση με τον α΄ στίχο έρχεται ο β΄ με την παρουσία εμψύχων, τη δράση και τη συναισθηματική αντίδραση. Αυτό δηλώνεται με τη συσσώρευση τριών ρημάτων (σε σχέση με το ένα του α΄ στίχου). Αξιοσημείωτη είναι η παρήχηση του λ και του ρ, που αισθητοποιούν με τον καλύτερο τρόπο την αντίθεση ανάμεσα στο πουλάκι ,που έχει κάτι να φάει και τη Μεσολογγίτισσα μάνα που το ζηλεύει γιατί δεν έχει να ταΐσει το παιδί της. Το ανθρώπινο πλάσμα, το ανώτερο στην κυριαρχία των όντων, βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα από το πουλί, το υποδεέστερο

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε. Στα μάτια η μάνα μνέει
Το α΄ ημιστίχιο με μια χαρακτηριστική οπτική εικόνα «δείχνει» το μέγεθος της πείνας. Ταυτόχρονα μας θυμίζει εκείνη την έκφραση «μαύρισε το μάτι μου», έκφραση που απεικονίζει παραστατικά τη μεγάλη στέρηση. Η επανάληψη της λ. μάτια, επισημαίνει το σημείο όπου φανερώνεται η στέρηση. Η πείνα λοιπόν, αποτυπώνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, στα μάτια, που αποτελούν το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου. Και είναι το πολυτιμότερο αγαθό, αφού ένας από τους βαρύτερους όρκους, αναφέρεται σ΄ αυτά: «στο φως μου».(Ας θυμηθούμε και την τρυφερή προσφώνηση της μάνας στο παιδί «μάτια μου».

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει
Κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου βρίσκονταν σ αυτό και πολλοί Σουλιώτες. Εδώ λοιπόν έχομε τη συγκλονιστική εικόνα του Σουλιώτη πολεμιστή, (καλός όχι με την στενά ηθική σημασία, αλλά με την πολεμική τελειότητα), ο οποίος στέκει «παράμερα», και κλαίει, όχι φυσικά από φόβο, αλλά από φιλότιμο και πίκρα, γιατί η πείνα τον έχει αποδυναμώσει, και έχει έτσι αχρηστεύσει την ιδιότητα του πολεμιστή. Το «κλαίει» δεν είναι δειλία είναι  περηφάνια. Αυτή η εικόνα έρχεται σε αντίθεση με με τη εικόνα του γενναίου και σκληροτράχηλου πολεμιστή.

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ΄ έχω ‘ γώ στο χέρι:
οπού συ μου ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»
Εδώ ο Σουλιώτης απευθύνεται στο τουφέκι του (προσωποποίηση), αποκαλώντας το έρμο και σκοτεινό (=καημένο, παρατημένο, δύστυχο), θεωρώντας μάταιη την ύπαρξη του. Στον τελευταίο στίχο α) αιτιολογείται το περιεχόμενο των δύο προηγούμενων στίχων και β) επιτείνεται η απελπισία του πολεμιστή που οφείλεται στο γεγονός ότι οι εχθροί γνωρίζουν την εξάντληση και την αδυναμία του, πράγμα που κάνει τη θέση των πολιορκημένων, ακόμη δυσχερέστερη.

Σημειώσεις
Τα πρόσωπα του «δράματος»
Η Μεσολογγίτισσα μάνα εκπροσωπεί τον άμαχο πληθυσμό, ενώ ο Σουλιώτης υπερασπιστής του Μεσολογγίου, τους πολεμιστές .Τα δύο αυτά πρόσωπα έχουν κοινά χαρακτηριστικά: α) και οι δύο είναι πεινασμένοι και εξαντλημένοι β) και οι δύο βρίσκονται παράμερα, στο περιθώριο γ) και οι δύο έχουν χάσει τις πραγματικές τους ιδιότητες: η μάνα της τροφού  και ο Σουλιώτης του πολεμιστή.


Εκφραστικά μέσα
Ο ποιητής, προκειμένου να «ντύσει» το περιεχόμενο των στίχων του με το τελειότερο «ένδυμα», την τελειότερη μορφή και παράλληλα να αισθητοποιήσει μα τον πιο παραστατικό τρόπο την δραματική κατάσταση των πολιορκημένων χρησιμοποιεί τα παρακάτω εκφραστικά μέσα:
  • Εικόνες(ηχητικές και οπτικές): ο κάμπος με τη νεκρική σιωπή, το πουλί που λαλεί και τρώει, η μάνα με τους μαύρους κύκλους  στα μάτια, ο Σουλιώτης που κλαίει και μιλάει στο τουφέκι του.
  • Ο διάλογος του Σουλιώτη με το τουφέκι του (προσωποποίηση)
  • Η μεταφορά: του τάφου, βασιλεύει, σκοτεινό)
  • Παρήχηση του λ και του ρ: λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί
  • Επανάληψη: τα μάτια….στα μάτια
  • Αντιθέσεις: α)Ο α΄ με τον β΄ στίχο, δηλ. η απόλυτη, νεκρική σιωπή και ακινησία με τη κίνηση, τη δράση και την ύπαρξη εμψύχων. β)το α΄ ημιστίχιο του β΄ στίχου, με το β΄ ημιστίχιο: το πουλάκι έχει να φάει εν αντιθέσει με τον άνθρωπο, ένα όν ανώτερο.γ)Η εικόνα του καλού Σουλιώτη έρχεται σε αντίθεση με την αναμενόμενη εικόνα του γενναίου πολεμιστή. δ) μπορούμε να αναφέρουμε και τον τίτλο του αποσπάσματος ελεύθεροι(εσωτερικά) αλλά πολιορκημένοι( από τον φυσικό εχθρό και τον πόθο για τη ζωή που οργιάζει έξω)
  • Χρήση επιθετικών προσδιορισμών: άκρα σιωπή, Σουλιώτης ο καλός, τουφέκι σκοτεινό, αλλά και ελεύθεροι πολιορκημένοι(αντιφατικός)


Σχεδίασμα Β, Απόσπασμα 2
Το θέμα του αποσπάσματος είναι η ομορφιά της ανοιξιάτικης φύσης, που καλεί τους Μεσολογγίτες να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους και να απολαύσουν τη ζωή.

Δομή: Στιχ. 1-3 μας δίνεται το θέμα, στιχ. 3-11 οι εικόνες της φύσης, στιχ. 12-13 η πρόκληση της φύσης να εγκαταλείψουν τον αγώνα.

Στιχ. 1-2: Η φανταστική εικόνα του χορού ανάμεσα στον Απρίλη και τον Έρωτα
Στον 1ο στίχο αξιοπρόσεκτες είναι δύο προσωποποιήσεις που λειτουργούν συμβολικά: Ο Απρίλης, μήνας της άνοιξης, οπότε ανθίζουν τα περισσότερα φυτά, συμβολίζει την αναγέννηση και την ομορφιά της φύσης, ενώ ο Έρωτας συμβολίζει τη δημιουργία και γενικότερα τη χαρά. Επίσης τα ρήματα χορεύουνε και γελούνε


συμπληρώνουν το σκηνικό της γιορτινής ατμόσφαιρας. Είναι λοιπόν ξεκάθαρη η δραματική αντίθεση ανάμεσα στην γιορτή της φύσης και το τραγικό σκηνικό της πολιορκημένης πόλης.
Στο στχ. 2, παρατηρούμε τη σύγκριση που εξισώνει τα όπλα με τα άνθη και τους καρπούς(κι όσα΄……τόσα).Το β΄ πρόσωπο (σε) στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής είναι η ψυχή των πολιορκημένων.

Στιχ. 3-11: Οι εικόνες της ανοιξιάτικης φύσης
Εδώ έχουμε 4 εικόνες, πραγματικές πια και όχι φανταστικές: Οι 3 είναι από τον κόσμο των έμψυχων και η 4η από τον κόσμα των ανόργανων πραγμάτων.
1η εικόνα: παρουσιάζει ένα κοπάδι λευκά πρόβατα και το είδωλο τους πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας καθώς ενώνεται με τις ομορφιές του ουρανού, που καθρεφτίζονται κι αυτές στο νερό. Στην εικόνα υπάρχει κίνηση (κινούμενο) και ήχος( βελάζει). Αξιοσημείωτος είναι ο συσχετισμός των τριών στοιχείων της φύσης, βουνού, θάλασσας και ουρανού, αφού ο ποιητής παρομοιάζει το λευκό κοπάδι των προβάτων ως προς το σχήμα του με λευκό βουναλάκι, σχήμα το οποίο καθρεπτίζεται πάνω στα νερά της θάλασσας, σμίγοντας με την ομορφιά του ουρανού.
2η εικόνα: παρουσιάζει μια γαλάζια πεταλούδα, από τη μια να είναι βιαστική και να καθρεφτίζεται στα νερά της λίμνης του Μεσολογγίου και από την άλλη να κοιμάται μέσα σ΄ έναν ευωδιαστό άγριο κρίνο.(οσφρητική εικόνα)
3η εικόνα: Ένα μικρό και ασήμαντο σκουλήκι σε στιγμές χαράς και ευτυχίας.
4η εικόνα:εδώ έχουμε τα άψυχα της φύσης(μαύρη πέτρα) και τα νεκρά(ξερό χορτάρι), που μετουσιώνονται σε πανέμορφα(ολόχρυσα).Η εικόνα αυτή όπως και η προηγούμενη, υποδηλώνουν ότι και τα πιο απλά, ασήμαντα πλάσματα, όπως το σκουλήκι, ακόμα και τα ανόργανα, όπως η πέτρα και τα χόρτα, τώρα την άνοιξη αποκτούν εξαιρετική ομορφιά, γεγονός που κάνει ακόμη πιο δύσκολα τον αγώνα των πολιορκημένων.
Σημειώσεις: α)Αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι εικόνες δίνονται σε φθίνουσα κλίμακα: από το μεγάλο και το ευρύ στο μικρό και ασήμαντο: από τη εικόνα της θάλασσας και του ουρανού προχωρούμε σε μικρότερο οπτικό πεδίο, για να καταλήξουμε στην εικόνα με το σκουλήκι και με την χωρίς στοιχείο ζωής τελευταία εικόνα.
β) Ο στιχ. 10 αποτελεί την κατακλείδα των εικόνων και δίνει άλλες διαστάσεις στην ομορφιά της φύσης μεταφέροντας την στην σφαίρα του μαγικού και του ονειρικού.
γ)στις 3 πρώτες εικόνες κυριαρχεί μια κίνηση σε αντίθεση με την 4η όπου υπάρχει ακινησία.
δ)Με όλες αυτές τις εικόνες ο ποιητής αγκαλιάζει όλη την πλάση(ουρανό,γη, θάλασσα), αλλά και το σύνολο των ζώων, αυτά που περπατούν (πρόβατα), πετούν (πεταλούδα) ή έρπουν( σκουλήκι) ακόμη και τα μη έμβια. Έτσι ο ποιητής με την τεχνική της εικόνας πραγματοποιεί την πρόθεσή του, που είναι παρουσιάζει όλα τα στοιχεία της φύσης να πολιορκούν την ανθρώπινη ψυχή και να την προκαλούν να απολαύσει την ομορφιά της άνοιξης, εγκαταλείποντας τον αγώνα.

Στιχ. 12-13 Η ιδέα του ποιητή-Το τραγικό δίλημμα των πολιορκημένων
Η ζωή που ξεχύνεται (χύνεται) και μιλάει(κρένει) με πληθωρικό τρόπο καλεί τους Μεσολογγίτες; να την απολαύσουν, εγκαταλείποντας τον αγώνα τους. Μάλιστα τώρα την άνοιξη η ζωή είναι χίλιες φορές πιο όμορφη και επομένως όποιος την εγκαταλείψει πεθαίνει χίλιες φορές! Η γλυκιά αυτή πρόκληση δημιουργεί δίλημμα στη ψυχή των πολιορκημένων ανάμεσα στην απόλαυση της ζωής και τον ηρωικό αγώνα. Προφανώς με την επιλογή τους και την ηρωική έξοδο τους, έδωσε αφορμήστον ποιητή να εκφράσει την ιδέα του: Η εσωτερική ελευθερία , παρά τη όποια πάλη, νικάει την όποια μορφή βίας(φυσικός εχθρός-Τούρκοι, βασανιστική ομορφιά της φύσης, επιθυμία για ζωή).



Γιατί «Ελεύθεροι πολιορκημένοι;»

Ο άνθρωπος ακόμη κι αν του στερήσουν τα πάντα, έχει κάτι απόλυτα δικό του: την ψυχή του και τη θέληση που ξεπηδάει απ΄ αυτήν. Όταν είναι δοσμένη σε κάτι υψηλό, καμιά εξωτερική βία δεν είναι ικανή να την υποδουλώσει. Όσο η ψυχή παλεύει γι αυτό, μένει ελεύθερη. Έτσι και οι Μεσολογγίτες αν και ήταν πραγματικά πολιορκημένοι,(και απ τους Τούρκους και από τη πείνα και από τον πόθο της ζωής)  παρέμειναν ψυχικά-εσωτερικά ελεύθεροι. Γίνεται δούλος ο άνθρωπος όταν η ψυχή του αδειάζει και η θέληση του για αντίσταση ναρκώνεται.

"Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"




Βιογραφία Σολωμού






 Η σημαντικότερη ποιητική φυσιογνωμία της Επτανησιακής Σχολής και όλης της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798 από γονείς με διαφορετική κοινωνική καταγωγή, τον ηλικιωμένο κόμη Νικόλαο Σολωμό και την νεαρή Αγγελική Νίκλη, από λαϊκή τάξη που εργαζόταν στο σπίτι του. Σε ηλικία δέκα ετών (1908) εστάλη στην Ιταλία για σπουδές κοντά σε Ιταλούς δασκάλους στο Λύκειο της Κρεμόνας και μετά σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Στην Ιταλία έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους και παρακολουθεί την έντονη πνευματική κίνηση που παρουσιαζόταν εκεί. Γνωρίζεται με νέους ποιητές και δημιουργεί φιλικές σχέσεις με τον γνωστό τότε νεοκλασικιστή ποιητή Vincenzo Monti, με τον οποίο, όπως μας παραδίδεται από το φίλο του Σολωμού Ιάκωβο Πολυλά, είχε και μια διχογνωμία σχετικά με την ερμηνεία ενός στίχου του Δάντη. Στην άποψη του Monti ότι «δεν πρέπει να συλλογίζεται κανείς τόσο, πρέπει να αισθάνεται, να αισθάνεται» ο εικοσάχρονος τότε Σολωμός απάντησε ότι «πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους εσυνέλαβε».

Αρχίζει να μελετάει σύγχρονους αλλά και παλαιότερους Ιταλούς ποιητές, όπως ο Αλφιέρι, ο Πόντι, ο Manzoni, ο Φώσκολος, ο Δάντης, ο Πετράρχης, οι οποίοι του ασκούν βαθύτατη επίδραση. Εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιητικά έργα στα λατινικά και τα ιταλικά και να διαμορφώνει το ποιητικό του πιστεύω. Στο πνευματικό κλίμα της Ιταλίας γνώρισε από κοντά την έντονη πάλη μεταξύ ρομαντισμού και νεοκλασικισμού και τη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα, γεγονός που τον επηρέασε στη συνέχεια στη στάση του απέναντι στο ελληνικό γλωσσικό πρόβλημα. Για τον Σολωμό η εθνική παιδεία προϋπέθετε την εθνική γλώσσα του λαού. Πίστευε στην αξία της λαϊκής τέχνης και της λαϊκής γλώσσας, γι’ αυτό και όταν επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1818 έσπευσε να μελετήσει τη λαϊκή παράδοση μέσα από το δημοτικό τραγούδι, την κρητική λογοτεχνία και την ποίηση του Βηλαρά και του Χριστόπουλου.

Σημαδιακή για τον Σολωμό στάθηκε η γνωριμία του το 1822 με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος έφτασε στη Ζάκυνθο καλεσμένος του Λόρδου Γκίλφορτ. Στη συνάντηση που είχαν ο Τρικούπης, όταν άκουσε του Σολωμό να του διαβάζει μια ιταλική ωδή, του παρατήρησε ότι ο προορισμός του δεν είναι να λάβει μια θέση στον ιταλικό Παρνασσό, αλλά να γίνει ο θεμελιωτής της ελληνικής φιλολογίας. Έτσι, ενθαρρυμένος συνέχισε τη μελέτη της μητρικής του γλώσσας με μεγαλύτερο ενδιαφέρον και άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα στα ελληνικά.  Τα νεανικά του ποιήματα (1818-1823) είναι γραμμένα σε στίχους τροχαϊκούς ή ιαμβικούς που θυμίζουν ιταλική στιχουργία, αλλά είναι επηρεασμένα και από την ποίηση του Χριστόπουλου.

Το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 συγκλονίζει τον νεαρό Έλληνα ποιητή και γίνεται η πηγή της έμπνευσής του. Το Μάιο του 1823 σε ένα ξέσπασμα λυρικού ενθουσιασμού γράφει σε διάστημα ενός μηνός, όπως μας πληροφορεί ο Ιάκωβος Πολυλάς, τον  Ύμνο εις την Ελευθερίαν, ένα ποίημα πηγαίο, ορμητικό που θα τον καθιερώσει ως μεγάλο ποιητή. Η έκδοση του Ύμνου τον επόμενο χρόνο έκανε τον Σολωμό γνωστό και δημοφιλή και μεταφράστηκε στις περισσότερες ξένες γλώσσες, γεγονός που ενίσχυσε το κίνημα του φιλελληνισμού.

Τον επόμενο χρόνο (1823) έγραψε την ωδή Εις το θάνατο του Λόρδ Μπάιρον θέλοντας να τιμήσει τον μεγάλο φιλέλληνα ποιητή. Την ίδια χρονιά συνέθεσε το Διάλογο, στον οποίο με πολλή θέρμη υποστηρίζει τη δημοτική γλώσσα και λίγο αργότερα τη Γυναίκα της Ζάκυθος (1826), πεζό κείμενο με σατιρικό και οραματικό χαρακτήρα.

Το 1828 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα όπου επεξεργάζεται το ποίημα Λάμπρος που ήδη είχε ξεκινήσει στη Ζάκυνθο, χωρίς ποτέ να το ολοκληρώσει.

Το 1833, που αρχίζει να γράφει τον Κρητικό, το πρώτο από τα μεγάλα του έργα, είναι μια κρίσιμη χρονολογία για τον Σολωμό γιατί μια οικογενειακή δίκη έρχεται να ταράξει την ηρεμία του. Τη δίκη υποκίνησε ο ετεροθαλής αδελφός του Ιωάννης Λεονταράκης, πρώτος γιος από το δεύτερο γάμο της μητέρας του, που ήθελε να αποδείξει ότι ήταν γιος του γέρου Σολωμού και νόμιμος κληρονόμος του. Παρά την τελική δικαίωση του Σολωμού μετά από εξαετή δίκη, ο ποιητής βγήκε ψυχικά τραυματισμένος, γεγονός που σφράγισε τη μετέπειτα ζωή του.

Ο Κρητικός, ένα έργο της ωριμότητας του Σολωμού είναι «σαν μια εξομολόγηση του ποιητικού ανθρώπου και μας αποκαλύπτει μια καινούρια ολότελα αίσθηση του λυρικού, παρόμοια με εκείνη που αποκάλυπταν σύγχρονα άλλοι κορυφαίοι ποιητές», σημειώνει ο Λίνος Πολίτης και αποτελεί «μια διείσδυση προς τις ρίζες της εθνότητας, προς μια βαθύτερη συνείδηση του νεοελληνικού λόγου».

Τον ίδιο χρόνο αρχίζει την συγγραφή των Ελεύθερων Πολιορκημένων, το ποίημα που τον απασχόλησε όσο κανένα άλλο, αφού το δούλευε για πολλά χρόνια μέχρι και το θάνατό του, χωρίς ποτέ να του δώσει ολοκληρωμένη μορφή.
Παράλληλα γράφει τον Πόρφυρα ο οποίος έμεινε και αυτός ανολοκλήρωτος.

Εκτός από τις μεγάλες ποιητικές του συνθέσεις έγραψε και πολλά άλλα μικρότερα ποιήματα στα ελληνικά και ιταλικά εμπνευσμένα από γεγονότα της Επανάστασης (Η καταστροφή των Ψαρών) ή κοινωνικά (Η φαρμακωμένη) και μετέφρασε Ιταλούς κυρίως ποιητές. Προς το τέλος της ζωής του ξαναγράφει ιταλικά ποιήματα.

Πέθανε στην Κέρκυρα αφήνοντας ένα σπουδαίο ποιητικό έργο, το οποίο εξέδωσε ο στενός του φίλος Ιάκωβος Πολυλάς με τίτλο Ευρισκόμενα το 1859. Συνολική όμως έκδοση των έργων του σε τρεις τόμους με καινούρια χειρόγραφα που βρέθηκαν αργότερα έγινε από τον Λίνο Πολίτη.

Ο Διονύσιος Σολωμός υπήρξε κορυφαίος ποιητής και στοχαστής. Η ποίησή του συμπυκνώνει μέσα της όλα τα στοιχεία της ελληνικής ποιητικής παράδοσης. Η Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε κατά κύριο λόγο την πηγή της έμπνευσής του, γι’ αυτό και προσπάθησε να αποτυπώσει με την ποίησή του τα οράματα του αγωνιζόμενου γένους του. Προσηλωμένος στην ιδέα της τελειότητας προσπάθησε να εκφράσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ποιητικές του συλλήψεις, προσκολλημένος στο ιδανικό της τέχνης του. Όλη η ζωή του ήταν ένας αγώνας για την τελείωση του έργου του. Η έντονη όμως επιθυμία του για τη μορφική τελειότητα των έργων, μας άφησε σε μεγάλο βαθμό αποσπασματικό το έργο του, που όμως διακρίνεται για την βαθιά στοχαστικότητα και την καθαρότητα των ιδεών του.

Η ποιητική προσωπικότητα του Σολωμού επηρέασε άμεσα τη γενιά του, αφού οι επτανήσιοι ποιητές έχουν βαθιά χαραγμένη στο έργο τους την σφραγίδα του μεγάλου ζακυνθινού ποιητή. Όλοι οι μεταγενέστεροι ποιητές παραμένουν στη βαριά σκιά του Σολωμού.

"Αλέξης Ζορμπάς" Σημειώσεις μαθήματος

Ο Αλέξης Ζορμπάς (που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργης), έγινε γνωστός ως ήρωας του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στον Κολινδρό του Νομού Πιερίας το (1865). Ήταν γιος του Φώτη Ζορμπά,ενός πλούσιου τσέλιγκα και κτηματία και είχε άλλα τρία αδέλφια (την Κατερίνα, τον Γιάννη και τον Ξενοφώντα). Δούλεψε στον Κολινδρό στα κοπάδια του, έγινε ξυλοκόπος. Καταδιωκόμενος από τους Τούρκους λόγω του χαρακτήρος του έφυγε για το Καταφύγι του Νομού Κοζάνης και αργότερα έφυγε για τη Χαλκιδική. Στο Παλαιοχώρι έζησε τα πιο κρίσιμα χρόνια της ζωής του. Εκεί διέμεινε σε ένα φίλο του και εργάστηκε ως μεταλλωρύχος σε μια Γαλλική εταιρεία εκμετάλλευσης μεταλλείων στο Ίσβορο (Στρατονίκη). Γνωρίστηκε με τον αρχιεργάτη του μεταλλείου, Γιάννη Καλκούνη, "έκλεψε" και παντρεύτηκε στο Παλαιοχώρι την κόρη του Ελένη, και έκανε μαζί της δώδεκα παιδιά (έζησαν τελικά τα επτά), από τα οποία αγαπούσε ιδιαίτερα τη δεύτερή του κόρη Ανδρονίκη, αλλά οι πόλεμοι και ο θάνατος της γυναίκας του Ελένης, φέρνουν δυστυχία στην οικογένειά του.
Μετά από όλα αυτά εγκαταλείπει το Παλαιοχώρι και την Χαλκιδική και έρχεται στο Ελευθεροχώρι Πιερίας που απέχει οχτώ χιλιόμετρα από τον Κολινδρό, όπου μένει ο αδελφός του Γιάννης Ζορμπάς, ο γιατρός. Το 1915 φεύγει για το Άγιο Όρος με την απόφαση να γίνει καλόγερος. Εκεί θα γνωριστεί με τον Καζαντζάκη και μια δυνατή φιλία θα αρχίσει να δένει τους δυο άντρες. Κατόπιν πηγαίνουν στη Μάνη όπου εκμεταλλεύονται τα ορυχεία της Πράστοβας (κοντά στη Στούπα Μεσσηνίας, παραθαλάσσιο χωριό του Δήμου Λεύκτρου στη Μεσσηνιακή Μάνη). Ο Νίκος Καζαντζάκης εδώ εμπνεύστηκε και έγραψε το έργο του "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά".
Η ταραγμένη ζωή του θα σταματήσει στα Σκόπια, όπου εγκαταστάθηκε, ξαναπαντρεύτηκε, έκανε και άλλα παιδιά και νέα οικογένεια. Ασχολήθηκε με την εξορυκτική δραστηριότητα. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η κατάσχεση των ορυχείων από τους Γερμανούς κατακτητές, η πείνα και ναζιστική σκλαβιά τον έστειλαν στον τάφο το (1941). Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο των Σκοπίων Μπούτελ.
Δισέγγονός του ήταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος.
Πηγή : Βικιπαίδεια



ΘΕΜΑ: Η γνωριμία του αφηγητή με τον Αλέξη  Ζορμπά και η ανάδειξη της συναισθηματικής  σχέσης του  Ζορμπά με το σαντούρι του

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ:Ο αφηγητής συνάντησε το Ζορμπά σε ένα καφενεδάκι στον Πειραιά όπου περίμενε να ξημερώσει για να πάρει το καράβι για την Κρήτη. Τον είδε να κοιτάζει από το τζάμι της πόρτας να μπαίνει μέσα και χωρίς ενδοιασμούς να πλησιάζει και να του ζητά να τον πάρει μαζί του. Ο αφηγητής ξαφνιάστηκε από την ευθύτητα της συμπεριφοράς του και άνοιξε κουβέντα μαζί του. Ο Ζορμπάς  του αποκάλυψε ότι κάνει όλες τις δουλειές, ότι έδειρε το αφεντικό του. Ο αφηγητής τον ρώτησε τι έχει στο μπόγο και με έκπληξη έμαθε ότι κουβαλούσε ένα σαντούρι. Το σαντούρι το απέκτησε όταν ήταν είκοσι χρονών, πήγε σε ένα δάσκαλο στη Θεσσαλονίκη και έμαθε να παίζει. Μίλησε για την οικογενειακή του ζωή, τις σκοτούρες του γάμου του. Ο αφηγητής  ακούγοντας την ιστορία του Ζορμπά βεβαιώθηκε ότι αυτόν τον άνθρωπο ζητούσε από καιρό.
ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
1η ενότητα(Τον πρωτογνώρισα …Ξημέρωνε.): Η συνάντηση στο καφενείο του λιμανιού.
2η ενότητα(Ό,τι απ` όλα… του Παναΐτ  Ιστράτη):Η γνωριμία του αφηγητή με το Ζορμπά.
3η ενότητα(-Και τι έχεις στον μπόγο;… μη μας κρυώσει):Η αποκάλυψη της συναισθηματικής σχέσης του Ζορμπά με το σαντούρι του.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ –ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ του Αλέξη Ζορμπά:
Γενική εικόνα :πολύ ψηλός και αδύνατος ( Τηλέγραφος),μαντράχαλος κοκαλιάρης
Μάτια: περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα το μάτι του ήταν καρφωμένο πάνω μου μικρό, στρογγυλό κατάμαυρο με κόκκινες  φλεβίτσες..
Χαρακτηριστικά  προσώπου: βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά ,πρόσωπο γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοφαγωμένο
Χαρακτηριστικά προσωπικότητας: ευθύτητα, αφοπλιστική ειλικρίνεια (Έτσι μου κάπνισε ,βρε αδελφέ) διάθεση για αστεία και αυτοσαρκαστικά σχόλια(μακρύς μακρύς καλόγερος..)
Πολυταξιδεμένος  Σεβάχ  Θαλασσινός
Παρορμητικός, επιθετικός(τον σπάζω στο ξύλο)
Φιλήδονος και μερακλής, δείχνει ότι του αρέσουν οι απολαύσεις.
Απαλλαγμένος από τις συμβάσεις της λογικής(Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, είπε, και να με συμπαθάς)
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ του Αφηγητή :
Στον αφηγητή του ο Νίκος Καζαντζάκης αποδίδει πολλά αυτοβιογραφικά και βιωματικά στοιχεία  και άλλα που είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας.
Άνθρωπος του πνεύματος(έκλεισα το Ντάντε),στοχαστικός, συνετός, εξετάζει όλες τις λεπτομέρειες πριν αντιδράσει όπως φαίνεται από τα σχόλια του Ζορμπά(Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, Ζυγιάζεις με το δράμι, ε;),καταδεκτικός και ευγενικός απέναντι  στον άγνωστο λαϊκό τύπο που έχει μπροστά του, τον κερνάει(παίρνεις ένα φασκόμηλο;).Αναζητά τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς(είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς για το νου του ανθρώπου).Η παιδεία του αφηγητή και οι ευγενικοί του τρόποι έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον αυθορμητισμό του λαϊκού τύπου που ενσαρκώνει ο Ζορμπάς. (Περιγραφή για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του αφηγητή δεν έχουμε.)

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Α. Περιγραφή τόπου-σκηνικό: κόντευε να ξημερώσει, έβρεχε, φυσούσε σοροκάδα, μύριζε ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο, κρύο, παχνισμένα τζάμια. Πέντ´ έξι θαλασσινοί ξενυχτισμένοι… έπιναν καφέδες, οι ψαράδες περίμεναν…
      Περιγραφή Ζορμπά: πολύ ψηλός και αδύνατος , μαντράχαλος κοκαλιάρης , μάτια περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα, το μάτι του ήταν καρφωμένο πάνω μου μικρό, στρογγυλό κατάμαυρο με κόκκινες  φλεβίτσες…
 βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα ,ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά ,πρόσωπο γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοφαγωμένο
Β. Αφήγηση -Διάλογος:Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο (τον πρωτογνώρισα, έβαλα τα γέλια) από ένα ομοδιηγητικό αφηγητή που «βλέπει»  και σχολιάζει, δραματοποιημένο(συμμετέχει στα γεγονότα που αφηγείται) και η εστίαση είναι εσωτερική (Αφηγητής=Πρόσωπα).
ΤΑΞΗ-ΣΕΙΡΑ: ομαλή γραμμική (ab ovo),τα γεγονότα παρουσιάζονται με τη σειρά που γίνονται μέσα στην σκηνοθεσία του παρόντος . Μέσα, όμως, από τις απαντήσεις του Ζορμπά  οδηγούμαστε σε παλιότερες χρονικές βαθμίδες(αναδρομικές αφηγήσεις).
1η αναδρομική αφήγηση.  Όταν παίρνει το λόγο ο Ζορμπάς για να απαντήσει στην ερώτηση <<πού δούλευες τώρα τελευταία;>> αφηγείται το περιστατικό του ξυλοδαρμού του αφεντικού του που έχει συμβεί σε προγενέστερη χρονική βαθμίδα (το περασμένο Σαββατοκύριακο)
2η αναδρομική αφήγηση.  Στην ερώτηση<< πώς έμαθες σαντούρι ;>> ο Ζορμπάς μας πηγαίνει στα 20 του χρόνια και αφηγείται το γεγονός που τον έκανε να μάθει σαντούρι και τη γνωριμία με το δάσκαλο του σαντουριού. Μέσα στην αφήγηση εγκλωβίζεται ο διάλογος του Ζορμπά με τον πατέρα του αλλά και με τον Τούρκο δάσκαλό του. Το αποτέλεσμα της τεχνικής αυτής είναι η ζωντάνια , η παραστατικότητα και η αληθοφάνεια. Ο Ζορμπάς  συχνά κάνει αυτοσαρκαστικά σχόλια όταν μιλά για τις παρελθοντικές του επιλογές(<<ήθελα παντριγιά ο ερίφης>>)
3η αναδρομική αφήγηση. Στην ερώτηση <<παντρεύτηκες;>> ο Ζορμπάς μας μιλά και σχολιάζει τις προσωπικές του επιλογές για τη δημιουργία οικογένειας(<<Άνθρωπος πάει να πει στραβός>>) και την κατρακύλα του.
Ο συγγραφέας, στο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου βάζει τον πρωτοπρόσωπο  αφηγητή του να κάνει διάλογο με το Ζορμπά και παράλληλα να σχολιάζει την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του συνομιλητή του(<<φιλήδονος, συλλογίστηκα, μερακλής…>>)Ο διάλογος προσθέτει παραστατικότητα ,ποικιλία και θεατρικότητα .Μέσα στο διάλογο δίνονται τα εξωγλωσσικά και τα παραγλωσσικά στοιχεία της ομιλίας(Ο σύντροφός μου σήκωσε τους ώμους,γέλασε)
Επίσης, διακρίνουμε και μια πρόδρομη αφήγηση(αναφέρεται σε μεταγενέστερη χρονική βαθμίδα) εκεί όπου λέει ο αφηγητής <<Δε θα ´ταν άσκημο να τον πάρω μαζί μου στο μακρινό ακρογιάλι. Σούπες, γέλια, κουβέντες…>>, (αυτό είναι προσήμανση για όλα όσα θα ζήσουν στην Κρήτη οι δυο άντρες)
Οι ρηματικοί χρόνοι είναι ιστορικοί(αόριστος: τον πρωτογνώρισα),παρατατικός(φυσούσε),υπερσυντέλικος(είχαν βρει).

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ  ΖΟΡΜΠΑ ΜΕ ΤΟ ΣΑΝΤΟΥΡΙ ΤΟΥ:
Από τη στιγμή που το πρωτοάκουσε στα είκοσί του χρόνια, πιάστηκε η αναπνοή του ,δεν μπορούσε να φάει, τσακώθηκε με τον πατέρα του που αντιδρούσε, ξόδεψε τα λιγοστά παραδάκια του και αγόρασε ένα σαντούρι. Πήγε στη Θεσσαλονίκη,  βρήκε δάσκαλο, έκατσε μαζί του ένα χρόνο και έμαθε να παίζει. Όταν έχει στενοχώριες, ή τον ζορίζει η φτώχεια παίζει σαντούρι και αλαφρώνει. Όταν έκανε οικογένεια τα βάσανα δεν τον άφηναν να εκφραστεί γιατί το σαντούρι θέλει καλή καρδιά, αφοσίωση, αυτοσυγκέντρωση.
Όταν αργότερα άνοιξε το σακούλι έβγαλε ένα μαγληνό  σαντούρι, τα δάχτυλά του το χάιδεψαν τρυφερά  σα να χάιδευαν γυναίκα και το τύλιξε όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει.
Η ΓΛΩΣΣΑ του κειμένου:
Καλοδουλεμένη, αποδίδει με ζωντανό και παραστατικό τρόπο τις γλωσσικές επιλογές (ιδιόλεκτοι) των προσώπων. Όταν αφηγείται, περιγράφει ή σχολιάζει ο στοχαστικός αφηγητής το επίπεδο του ύφους είναι υψηλότερο σε σύγκριση με την προφορικότητα  του ύφους του Ζορμπά. Για παράδειγμα: Τα ψάρια παραζαλισμένα από τα χτυπήματα της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά…,είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς του νου του ανθρώπου…
Ο Ζορμπάς παραδέχεται: Με λένε και Τηλέγραφο, για να με πειράξουν που μαι  μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου και από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία, λαϊκές εκφράσεις που δείχνουν τη λαϊκή αφετηρία του Αλέξη Ζορμπά.
Στο απόσπασμα συναντάμε ιδιωτισμούς(να παν οι  πίκρες κάτω, μου κάπνισε)                  (  ιδιωτισμός: έκφραση με ιδιαίτερη σημασία ή σύνταξη που λέγεται σε μια γλώσσα, π.χ. «μαλλιά κουβάρια», «φωτιά και λάβρα», «άρον άρον»: Λαϊκοί / λόγιοι ιδιωτισμοί. Οι ιδιωτισμοί είναι στοιχεία εκφραστικά και αναντικατάστατα, που πλουτίζουν την κοινή γλώσσα. (διαφορετικό από το ιδιωματισμός).
Αίνιγμα (μακρύς  μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου)  (αίνιγμα :η αναφορά των ιδιοτήτων και των γνωρισμάτων ενός αντικείμενου, χωρίς ν' αναφέρεται το ίδιο το αντικείμενο. Η περιγραφή είναι τέτοια, ώστε οδηγεί τον ακροατή ή τον αναγνώστη στην ανακάλυψη του αντικείμενου.)
Την παροιμιακή φράση: Από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία            (παροιμιακές είναι οι φράσεις που κρύβουν διάφορες αλήθειες σχετικές με την κοινωνική, τη θρησκευτική, την πολιτική κτλ. ζωή του ανθρώπου)
Λογοτεχνικά σχήματα: μεταφορές: στο πρόσωπο του νερού, μάτια που σπίθιζαν,
 σχήμα κύκλου: Όλες τις δουλειές…. όλες,
ασύνδετο: βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, εξογκωμένα ζυγωματικά…
αντίθεση: κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι
παρομοίωση: σα να ´γδυναν γυναίκα
μετωνυμία: έκλεισα το Ντάντε

Νίκος Καζαντζάκης



Μυθιστοριογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, φιλόσοφος και πολιτικός. Ένα από τα μεγάλα κεφάλαια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με τεράστιο σε όγκο, αλλά και σε ευρύτητα έργο.
Κέρδισε παγκόσμια φήμη μεταθανάτια από τη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του μυθιστορήματός του Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά από τον Μιχάλη Κακογιάννη το 1964.
Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ο πιο μεταφρασμένος σύγχρονος έλληνας συγγραφέας.