Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Paulo Coehlo : αποφθέγματα


Paulo Coehlo ( 1947- , Βραζιλιάνος συγγραφέας)Πάουλο Κοέλο
Ο συγγραφέας του "Αλχημιστή"

  • Ένα παιδί μπορεί να διδάξει σε έναν ενήλικο τρία πράγματα: να είναι ευτυχισμένος χωρίς ιδιαίτερο λόγο, να είναι πάντα απασχολημένος με κάτι και να ξέρει να απαιτεί με όλη του τη δύναμη αυτό που θέλει.

  • Ο άνθρωπος βελτιώνεται καθώς ακολουθεί το δρόμο του. Αν περιμένει να βελτιωθεί προτού πάει μια απόφαση, δεν θα προχωρήσει ποτέ.

  • Μπορείς να τυφλωθείς, αν βλέπεις όλες τις μέρες ίδιες. Κάθε μέρα είναι διαφορετική, κάθε μέρα φέρνει ένα δικό της θαύμα. Το ζήτημα είναι να δώσεις προσοχή στο θαύμα.

  • Η ευτυχία είναι κάτι το οποίο όταν διαιρείται, πολλαπλασιάζεται.

  • Να είσαι γενναίος. Ρισκάρισε. Δεν υπάρχει υποκατάστατο για την εμπειρία.

  • Οι άνθρωποι περισσότερο ονειρεύονται ότι επιστρέφουν παρά ότι φεύγουν.

  • Όταν προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι απ΄ ό, τι είμαστε, τα πάντα γύρω μας γίνονται επίσης καλύτερα.


  • Η επιθυμία δεν είναι αυτό που βλέπεις, αλλά αυτό που φαντάζεσαι.

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Paulo Coelho : Βιογραφικά στοιχεία

Ο Πάουλο Κοέλιο (πορτ. Paulo Coelho, προφ. Πάουλου Κοέλιου) (γεν. 25 Αυγούστου 1947) είναι Βραζιλιάνος συγγραφέας.
Γεννήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας. Φοίτησε στην νομική, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του το 1970 για να ταξιδέψει σε Μεξικό, Περού, Βολιβία, Χιλή, στην Ευρώπη και την Βόρεια Αφρική. Δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στη Βραζιλία και άρχισε να γράφει στίχους για μουσική. Φυλακίστηκε για λίγο καιρό το 1974 για υπονομευτικές δραστηριότητες κατά της βραζιλιάνικης δικτατορίας.
Παρότι Χριστιανός Καθολικός, τα κείμενά του συνδυάζουν με ένα ιδιαίτερο τρόπο τη θρησκευτικότητα και τον μυστικισμό, διαλογισμό και πνευματικές ασκήσεις και εμπειρίες από το μυστικιστικό παρελθόν του, που συχνά ίσως να αντιτίθεται στη γραμμή του επίσημου Καθολικισμού. Τα θέματά του από την άλλη δεν θα εξέφραζαν συγκεκριμένη θρησκευτική ιδεολογία, αν δεν υπήρχαν τα Καθολικά στοιχεία, αλλά αυτή η διάσταση δεν λαμβάνεται έντονα υπόψη από το κοινό του, καθότι υφίσταται απλά ως υπόβαθρο για την κυρίως ιστορία.
Ενδιαφέρον έχει να πούμε ότι η επίσημη Ελληνική Εκκλησία δεν έχει αντιδράσει θετικά ή αρνητικά για την επιτυχία του στην Ελλάδα (σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. με τον Χάρυ Πότερ).
Πολλά από τα έργα του έχουν μία ιδιαίτερη και μυστικιστική ατμόσφαιρα, ενώ πολύ σύνηθες θέμα τους είναι η αφοσίωση σε ένα στόχο και η επίτευξη των ονείρων[1]. Έχει πουλήσει πάνω από 20 εκατομμύρια βιβλία σε ολόκληρο τον κόσμο και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε τριανταοκτώ γλώσσες. Του έχουν απονεμηθεί πολλά λογοτεχνικά βραβεία από διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης μιας υποψηφιότητας για το περίφημο Διεθνές Λογοτεχνικό Βραβείο του Δουβλίνου για το "Η Βερόνικα αποφασίζει να πεθάνει".
πηγη : Βικιπαίδεια

Οδυσσέας Ελύτης : Μελοποιημένη ποίηση


Κυριακή 16 Μαρτίου 2014


"Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου"

 Πολλές πληροφορίες για το απόσπασμα του σχολικού μας βιβλίου μπορείτε να βρείτε εδώ.

Δημήτρης Χατζής : Βιογραφία

Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών
Χατζής Δημήτρης


Τόπος Γέννησης:Ιωάννινα
Έτος Γέννησης:1913
Έτος Θανάτου:1981
Λογοτεχνικές Κατηγορίες:Πεζογραφία
Δοκίμιο

Βιογραφικό Σημείωμα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ (1913-1981)


Ο Δημήτρης Χατζής γεννήθηκε στα Γιάννενα, γιος του Γεώργιου Χατζή, ποιητή (έγραφε με το ψευδώνυμο Πελλερέν) και εκδότη της εφημερίδας Ήπειρος , και της Αθηνάς το γένος Κυριακοπούλου από το Αίγιο. Είχε έξι αδέρφια. Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας, αναγκάστηκε όμως να διακόψει το 1930 μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του και επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας και τη συντήρηση της οικογένειάς του. Εκεί τέλειωσε το Γυμνάσιο (Ζωσιμαία Σχολή) και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους. Το 1932 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με μαρξιστικούς κύκλους και το 1935 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και υπηρέτησε την ιδεολογία του στα Γιάννενα. Ένα χρόνο αργότερα τον συνέλαβε η αστυνομία του Μεταξά και το δικτατορικό καθεστώς τον εξόρισε στη Φελέγανδρο (επέστρεψε το 1937). Μετά την έισοδο των Γερμανών στη χώρα έφυγε για την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια βγήκε στο αντάρτικο · συνεργάστηκε με τον αντιστασιακό τύπο και στη συνέχεια με την εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα, στην οποία παρέμεινε ως υπέυθυνος σύνταξης ως το κλείσιμό της (1947). Το καλοκαίρι του 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία. Μετά το τέλος του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας αρχικά στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Ουγγαρία, (που έγινε η δεύτερη πατρίδα του · εκεί έμεινε για τριάντα περίπου χρόνια και έκανε τον πρώτο του γαμο), όπου μελέτησε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, κοντά στον καθηγητή Γκιούλα Μόραβσικ. Με τη βοήθεια του προηγουμένου πραγματοποίησε ερευνητική εργασία και διδακτορική διατριβή με θέμα Οι μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, με υποτροφία στην Ακαδημία Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου. Το 1962 επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου εργάστηκε ως βοηθός καθηγητής στην έδρα της βυζαντινής φιλολογίας και ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο, ενώ παράλληλα δημοσίευσε επιστημονικές μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά και υπήρξε επιμελητής των εκδόσεων μεταφράσεων νεοελλήνων λογοτεχνών στα ουγγρικά από τον εκδοτικό οίκο Europa. Το 1967 η δικτατορία του Παπαδόπουλου του απαγόρευσε την επιστροφή στην Ελλάδα. Το 1968 έφυγε από την Ουγγαρία, έχοντας προηγουμένως αρνηθεί την ουγγρική υπηκοότητα και ταξίδεψε για λίγο στο Παρίσι, κατόπιν πιέσεων της γαλλικής αστυνομίας να ζητήσει πολιτικό άσυλο όμως, αρνήθηκε τη θέση βοηθού στην έδρα νεοελληνικών σπουδών που του προσφέρθηκε από το Πανεπιστήμιο και γύρισε στη Βουδαπέστη. Το 1973 εργάστηκε ως καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και δημοσίευσε μαζί με τον Θανάση Χατζή ένα βιβλίο για τη δικτατορία στην Ελλάδα, όπου επέστρεψε οριστικά το καλοκαίρι του 1975, όταν ακυρώθηκαν οι δυο καταδίκες σε θάνατο για λιποταξία, που τον βάρυναν από την εποχή του εμφυλίου. Το 1975 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στη Σχολή Μηχανολόγων του Πανεπιστημίου Πατρών με μεγάλη επιτυχία · μετά από αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων του Πανεπιστημίου και του Υπουργείου Παιδείας, τα μαθήματα διακόπηκαν. Από το 1975 ως το 1980 ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, δίνοντας διαλέξεις και συμμετέχοντας σε συζητήσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια. Την ίδια περίοδο συνεργάστηκε με τα περιοδικά Δομή και Αντί και εξέδωσε το περιοδικό Πρίσμα, που κυκλοφόρησε τέσσερα τεύχη (το τελευταίο μετά το θάνατό του). Το 1979 παντρεύτηκε την ιστορικό Καίτη Χατζή, με την οποιά απέκτησε μια κόρη την Ελένη - Αγγελίνα. Πέθανε σε σπίτι φίλων στη Σαρωνίδα από καρκίνο των βρόγχων. Οι πρώτες λογοτεχνικές προσπάθειες του Δημήτρη Χατζή τοποθετούνται γύρω στο 1930, οπότε άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε εφημερίδες της Ηπείρου. Το 1947 εκδόθηκε το μηθιστόρημά του Η Φωτιά. Ακολούθησαν τέσσερις συλλογές διηγημάτων και ένα ακόμη μυθιστόρημα, καθώς επίσης πολλά δημοσιεύματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, που παρέμειναν ανέκδοτα. Το έργο του τοποθετείται στο χώρο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ανήκει στους ανανεωτές ρεαλιστές συγγραφείς της μεταπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας με κυρίαρχο στοιχείο της γραφής του τον κοινωνικό προβληματισμό. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η συχνά έντονα λυρική διάσταση του λόγου του και η ιδιαίτερη προσοχή που έδωσε στη γλωσσική του έκφραση.
 Πηγη : Εθνικό Κέντρο Βιβλίου

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Α' Γυμνασίου : "Ο τόπος μας" Γ.Ρίτσος



Λέρος 

Γιάννης Ρίτσος «Ο τόπος μας»
Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.
Ο Γιάννης Ρίτσος συνθέτει το ποίημα αυτό στη Λέρο, όπου βρίσκεται εξόριστος από το δικτατορικό καθεστώς. Οι στίχοι του γεμάτοι αγάπη για την Ελλάδα επιχειρούν μια προσέγγιση της παρούσας κατάστασης με υπαινικτικό όμως τρόπο, καθώς η λογοκρισία αποτελούσε αποτρεπτικό παράγοντα για κάθε προσπάθεια ανοιχτής διαμαρτυρίας. Το ποίημα αυτό προκύπτει μέσα από έναν ιδιαίτερο συνδυασμό τυπικών εικόνων του ελληνικού τοπίου και υπερρεαλιστικών εικόνων που μας αποκαλύπτουν τις εσώτερες ανησυχίες του ποιητή.
Αναλυτικότερα:
«Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.»
Το ποίημα ξεκινά μ’ ένα ρήμα σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο «ανεβήκαμε», το οποίο υπονοεί πως ακολούθησαν τον ποιητή στο λόφο και κάποιοι φίλοι του, ίσως κι άλλοι εξόριστοι, που μαζί ανεβαίνουν για να δουν τον τόπο τους, τον τόπο για τον οποίο αγωνίστηκαν.
Η εικόνα που μας παρουσιάζει ο ποιητής είναι τυπική για το ελληνικό τοπίο, με τα λίγα χωράφια, τις πέτρες και τα ελαιόδεντρα. Ο τόπος είναι φτωχικός και δεν έχει να προσφέρει πλούσια αγροτική παραγωγή, δεν παύει όμως να είναι η πατρίδα κάθε Έλληνα και ο λόγος για τον οποίο πολλοί είναι πρόθυμοι να αγωνιστούν.
«Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες.»
Ο ποιητής συνεχίζει με την παρουσίαση εικόνων του ελληνικού τοπίου: τα αμπέλια που καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις, το σκιάχτρο για να διώχνει τα πουλιά που θέλουν να τσιμπολογήσουν τα σταφύλια και το αλέτρι για το όργωμα.
Το ρήμα που χρησιμοποιεί ο ποιητής αναφερόμενος στα αμπέλια «τραβάν» για να δηλώσει ότι εκτείνονται σε μεγάλο χώρο, συνιστά προσωποποίηση, δίνοντας την αίσθηση πως τα αμπέλια κινούνται εκούσια προς τη θάλασσα.
Η φωτιά και το αλέτρι μας παραπέμπουν στην επίπονη προσπάθεια των ανθρώπων του ελληνικού τόπου προκειμένου να λάβουν από τη γη τα αναγκαία αγαθά.

«Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.»
Οι στίχοι αυτοί είναι χαρακτηριστικοί για τη ζωή των Ελλήνων. Οι μέρες τους ξεκινούν για λίγο ψωμί, μιας και ο τόπος αυτός δεν έχει να τους προσφέρει πολλά αγαθά, αλλά με μεγάλες λιακάδες, μια αναφορά στην έντονη ηλιοφάνεια της χώρας που μας προσφέρει παράλληλα και μια αίσθηση αισιοδοξίας κι ελπίδας. Παρά το γεγονός ότι η ελληνική γη δεν έχει τη γονιμότητα που συναντάται σε άλλες χώρες, αντισταθμίζει τις ελλείψεις χάρη στο μεσογειακό της κλίμα με την πλούσια ηλιοφάνεια.
Στο σημείο αυτό ο ποιητής αφήνει για λίγο την περιγραφή του τοπίου και στοχάζεται πάνω στη ζωή των συμπατριωτών του, η οποία είναι βέβαια κοπιαστική με πενιχρά ανταλλάγματα, αλλά γεμάτη φως κι ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
«Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.»
Ο ποιητής επιστρέφει εκ νέου στις εικόνες που αντικρίζει γύρω του και μας δίνει μερικά ακόμη στοιχεία του ελληνικού χώρου. Ένα ψάθινο καπέλο που φωτίζεται κάτω από τις λεύκες, ένας πετεινός πάνω στο φράχτη, έτοιμος να εκτελέσει το καθήκον του αφυπνίζοντας τους ανθρώπους γύρω του και μια αγελάδα που βόσκει στο χωράφι. Με λιτό τρόπο ο ποιητής παρουσιάζει τις τελευταίες εικόνες του περιβάλλοντος που αντικρίζει γύρω του, ολοκληρώνοντας έτσι την παρουσίαση του απλού μα αγαπημένου ελληνικού χώρου.
«Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας;»
Στους στίχους αυτούς μπορεί να αναζητηθεί η πικρή αίσθηση του ποιητή σχετικά με τα πρόσφατα γεγονότα της δικτατορίας, με το «πέτρινο χέρι» να συμβολίζει τη σκληρή και βίαιη επέμβαση στις ζωές των Ελλήνων. Ο ποιητής βλέποντας τον απλό τόπο γύρω του, αναρωτιέται πως φτάσαμε στο σημείο να βιώσουμε την αδόκητη αυτή ανατροπή από ένα καθεστώς που ήρθε για να στερήσει την ελευθερία των πολιτών, θέτοντας όρια και «συγυρίζοντας» με άκαμπτο τρόπο τις ζωές τους. Ο ποιητής αφήνοντας την περιγραφή του τοπίου, περνά πλέον σε αυτό που τον απασχολεί εσωτερικά και δοκιμάζει την ψυχή του, στην απορία και στον προβληματισμό σχετικά με τη σαρωτική αλλαγή που ταλανίζει τη χώρα.
«Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση.»
Μια ακόμη εικόνα του εξωτερικού χώρου, όχι πια από το ευρύτερο περιβάλλον αλλά από την είσοδο των σπιτιών, δίνει την ευκαιρία στον ποιητή να ανατρέξει στο παρελθόν του τόπου και να μεταδώσει την αίσθηση της συνέχειας και της πίστης των Ελλήνων στις παραδόσεις τους. Κάθε χρόνο οι άνθρωποι γυρίζοντας από την εκκλησία τη νύχτα της ανάστασης σχηματίζουν με τον καπνό των αναστάσιμων κεριών ένα μικρό μαύρο σταυρό. Χρόνο το χρόνο οι μικροί αυτοί σταυροί συνωστίζονται αποτελώντας ένα γερό δεσμό μεταξύ των γενεών, μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος. Οι Έλληνες δεν είναι πρόθυμοι να αφήσουν τις παραδόσεις τους, δεν είναι διατεθειμένοι να στερηθούν τις παραδόσεις τους και δεν πρόκειται να στερηθούν για πολύ την ελευθερία τους. Άνθρωποι που τώρα είναι πεθαμένοι έχουν δημιουργήσει τους σταυρούς αυτούς με αφορμή αναστάσιμες λειτουργίες του παρελθόντος και οι νεότεροι, όσοι είναι τώρα ζωντανοί, δεν έχουν παρά να προσμένουν την ανάσταση που δεν μπορεί παρά να έρθει ξανά. Η αναφορά στην Ανάσταση αποκτά εδώ μια συμβολική διάσταση, καθώς μας παραπέμπει στην αναγέννηση, στην ανατροπή και στην επιστροφή σε μια κατάσταση ελευθερίας και ζωοποιού δύναμης.
«Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια.»
Ο ποιητής γνωρίζει τις δυσκολίες της χώρας, κατανοεί πόσο κοπιώδης είναι η ζωή των Ελλήνων, σε μια χώρα που δεν έχει τις παραγωγικές δυνάμεις ή τη γονιμότητα άλλων τόπων, εντούτοις ξέρει καλά πως οι Έλληνες είναι γεμάτοι περηφάνια για τον τόπο τους. Οι δυσκολίες που παρουσιάζει αυτή η χώρα δεν είναι παρά ένα ακόμη στοιχείο που την καθιστά πιο αγαπητή στους πολίτες της. Η περηφάνια των Ελλήνων για τον τόπο τους, για την ιστορία τους και φυσικά για την ελευθερία που προκύπτει τόσο φυσικά σ’ αυτόν τον φωτεινό τόπο, είναι εγγενές γνώρισμα, σμιλεμένο στις ψυχές των Ελλήνων μέσα από συνεχείς αγώνες.
«Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.»
Το ποίημα κλείνει με μια υπερρεαλιστική εικόνα που κρύβει ένα ακόμη μήνυμα ελπίδας για την ανατροπή της παρούσας κατάστασης και για την επιστροφή στην πρότερη κατάσταση ελευθερίας. Η εικόνα αυτή εκλαμβάνεται ως υπερρεαλιστική υπό την έννοια πως δεν μπορούμε να αποδεχτούμε το νόημα της κυριολεκτικά, δεν αποτελεί δηλαδή μια εικόνα σύμφωνη με την πραγματικότητα, μπορούμε όμως να αντλήσουμε τα συναισθήματα και τα μηνύματα που εμπεριέχονται σ’ αυτή.
Τα αγάλματα, ως σύμβολα του παρελθόντος, ως μνήμες παρελθοντικών καταστάσεων -τότε δηλαδή που η χώρα δε βίωνε αυτή την εμπειρία ανελευθερίας και καταπίεσης- ανεβαίνουν στα δέντρα για να εποπτεύσουν το χώρο, μένοντας σε μια στάση αναμονής. Οι συνθήκες δεν είναι ακόμη κατάλληλες για να επέλθει η ζωογόνησή  τους -το πηγάδι είναι ξερό-, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε θα έρθει η στιγμή που οι μνήμες αυτές του παρελθόντος θα δώσουν το έναυσμα για την πολυπόθητη ανατροπή.
Ο ποιητής θέλοντας να περάσει το μήνυμα της μελλοντικής ανατροπής του καθεστώτος, χρησιμοποιεί την υπερρεαλιστική αυτή εικόνα, η οποία δεν αποτελεί βέβαια ευθεία επίθεση στη δικτατορία, αφήνει όμως να υπονοείται η μελλοντική δράση των αγαλμάτων, η μελλοντική εμπρηστική τους δράση, καθώς οι μνήμες της ελευθερίας και της αγωνιστικής διάθεσης των προγόνων, θα έρθουν να αφυπνίσουν τους τωρινούς πολίτες της χώρας. 
Πηγή: http://latistor.blogspot.gr/